ἀστροπελέκι
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀστροπελέκι
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
ἀστροπελέκι τό, ἀστραποπελέκι Ἤπ. Κέρκ κ.ἀ. -Λεξ. Μπριγκ. ἀστραπουπιλέῖ’ Θρᾴκ. (’Αδριανούπ.) Μακεδ. (Μελέν. κ.ἀ.) ᾽στραποπελέκιν ΝΠολίτ. Παραδ. 2,834 ’στραοπελέτιν Κύπρ. (Ζώδ.) ἀστρακοπελέκι Ἰκαρ. ἀστραπελέκι ΓΧατζιδ. ΜΝΕ 2,193 καὶ ἐν Ἐπιστ. Ἐπετ. Πανεπ. 2 (1905|6|60 ᾿στραπελέκι Κύπρ. Μακεδ. (Καστορ.) ’στραπιλέ’ Σάμ. ἀστραπουλέ’ Σάμ ᾽στραbουλί' Θρᾴκ. (Μυριόφ.) ἀστροπελέκιν Πόντ. (Οἰν.) ἀστροπελέκιˬο Κρήτ κ.ἀ. ἀστροπελέκι κοιν. καὶ Πόντ. (Οἰν.) ἀστρουπιλέ' βόρ. ἰδιώμ. ἀστροπελέτσι Κύθν. Μεγίστ. ἀστροπελέτζι Τσακων. ᾽στρουπιλέκι Εὔβ. (Στρόπον.) ἀστροbελέκι Πελοπν. (Μάν.) ἀστρομπελέ᾽ Προπ. (Πάνορμ.)ἀστραποπέλεκο ΚΚρυστάλλ. Ἔργα 2,31 ἀστροπέλεκο ΣΣκίπη Τσιγγανόθ. 39 ΝΠολίτ. Παραδ. 2, 834 -Λεξ. Βλαστ.
Χρονολόγηση
Μεσαιωνική
Ετυμολογία
Τὸ μεσν. οὐσ ἀστροπελέκι, ὃ ἐκ τοῦ ἐπίσης μεσν. ἀστραποπελέκι καθ’ ἁπλολογίαν.
Σημασιολογία
1) Κεραυνὸς κοιν.: Ἔπεσε ἀστροπελέκι κοιν. καὶ Πόντ. (Οἰν) : Ὁ Θεὸς ἔκαμεν ἕναν ἀστροπελέτσι (ἔρριψε κεραυνὸν) Κύθν. Τὰ μάτιˬα του πετούσανε φωτιˬὲς σὰν ἀστροπελέκιˬα ΧΧρηστοβασ. Διαγων. 20 Νὰ σὲ κάψῃ τ᾿ ἀστροπελέκι ! (ἀρὰ) Ρόδ. Ποῦ νὰ φάῃ τ᾽ ἀστροπελέκι τσοὶ καρδιˬές σας ! Νάξ. (᾽Απύρανθ.) ‖ Παροιμ. Πρῶτο τό ψηλὸ δεντρὶ χτυπᾷ τ’ ἀστροπελέκι (ἐπὶ τῶν κατεχόντων ὑψηλὴν θέσιν καὶ τῶν ὑπερηφάνων οἵτινες ταχέως καταπίπτουν) Ἤπ. ‖ ᾌσμ.᾿Αστροπελέκι θὰ γενῶ, ’ς τὰ νέφαλα νὰ κάτσω, ὅπο͜ιος ἀγάπην ἀρνηθῇ νὰ πέσω νὰ τὸ gάψω Κρήτ.-Ποιήμ. Μὲ τὴν βροντὴ ἐρωτεύεσαι κιˬ ἀπιδρομᾷς καὶ παίζεις μὲ τ’ ἄγριˬα ἀστραποπέλεκα καὶ βασιλεὰν σὲ κράζουν ΚΚρυστάλλ. ἔνθ’ ἀν. Λάμπουνε τ᾽ ἀστροπέλεκα σὰν πολυέλεοι τοῦ Ἅδη καὶ σέρνουν λάμιˬες τὸ χορὸ μὲ τοὺς δασε͜ιοὺς δρακόντους ΣΣκίπης ἔνθ᾽ ἀν. Συνών. ἰδ. ἐν λ. ἀστραπὴ 2. Ἡ λ. καὶ ὡς τοπων. ὑπὸ τοὺς τύπ. Ἀστροπελέκι ᾿Αττικ. Ἀστροbελέκιˬα ἡ, Πελοπν. (Μάν.) 2) Εἶδος λίθου νομιζομένου κεραυνίου, εἰς τὸν ὁποῖον ἀποδίδεται θεραπευτικὴ δύναμις πολλαχ. 3) Ἡ λυδία λίθος τῶν χρυσοχόων προερχομένη ὡς νομίζεται ἐκ μετεωρολίθου ᾿Αθῆν. 4) Νόσημα τῆς κεφαλῆς τῶν βοῶν, πολὺ μεταδοτικόν, θεραπευόμενον μὲ κάπνισμα διὰ διαφόρων θάμνων Ρόδ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA