βεντερουγιˬασμένος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

βεντερουγιˬασμένος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

βεντερουγιˬασμένος ἐπίθ. Λεξ. Δημητρ.

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ ρ. *βεντερουγιˬάζω.

Σημασιολογία

Ὁ πάσχων ἀπὸ ραχιτισμόν, ραχιτικός. Συνών. καμπούρης.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/