γλαδίολος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γλαδίολος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Αρσενικό
Τυπολογία
γλαδίολος ὁ, λογ. πολλαχ γλαδιˬόλος πολλαχ. γλαδιˬόλα ἡ, σύνηθ. γλαδίολον τό, Λεξ. Πρω. Δημητρ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ Βυζαντ. γλαδίουλος, καὶ τοῦτο ἐκ τοῦ Λατιν. gladiolus. Ἡ λ. καὶ εἰς Δουκ.
Σημασιολογία
Τὸ καλλωπιστικὸν φυτὸν Γλαδίολος ὁ ἀρουραῖος (Gladiolus segetum) τῆς οἰκογ. τῶν Ἰριδιδῶν (Iridaceae), τὸ ξίφιον τοῦ Θεοφρ. (Ἱστορ. Φυτ. 6, 8, 1). Συνών. ἀγριοκόκορος, μαχαίρα, μαχαιρίδα, ξιφάρα, πασχάτικο, σπαθί, σπαθίνακας, σπαθοβότανο, σπαθόχορτο.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA