βεντέττα
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
βεντέττα
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Θηλυκό
Τυπολογία
βεντέττα ἡ, σύνηθ.
Χρονολόγηση
Μεσαιωνικό
Ετυμολογία
Τὸ μεσν. οὐσ. βεντέττα, ὃ ἐκ τοῦ ᾿Ιταλ. vendetta. Ἰδ. Μαχαιρ. 1,92 (ἔκδ. RDawkings) «ἄν τοὺς βάλῃ ’ς τὸ χέριν του νὰ ποίσῃ τοῦ ρηγὸς βεντέτταν ἀπὲ τὰ κρίατά τους».
Σημασιολογία
Φόνος πρὸς ἐκδίκησιν φονευθέντος μέλους. τῆς οἰκογενείας ἑνὸς συγγενοῦς τοῦ φονέως.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA