βεντούζα

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

βεντούζα

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Θηλυκό

Τυπολογία

βεντούζα ή, κοιν. βιντούζα βόρ. ἰδιώμ. βεdούζα πολλαχ, βιdούζα πολλαχ. βορ. ἰδιωμ. βεντόζα Κρήτ. (Σέλιν. κ.ἀ.) bετόζα Κρήτ. βεντούζ-ζα Εὔβ. (Κουρ. Ὀξύλιθ.) βεντούτζα Λεξ. Μπριγκ. βεdούτζα Σύμ.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ Ἰταλ. ventosa.

Σημασιολογία

1) Σικύα κοιν.: Βάζω-κόφτω-παίρνω-ρίχνω βεντοῦζες. Κούφιˬες-κοφτὲς–ξερὲς βεντοῦζες. Ἔπιˬασε καλὰ ἠ βεντούζα κοιν. || Φρ. Κολλάει σὰ βεντούζα (ἐπὶ σκληροῦ) σύνηθ. Εἶναι γιὰ βεντοῦζες (ἐπὶ δαρέντος) Ἀρκαδ. Τὴν ἔκαμα βεντούζα (ἐνν. τὴν κοιλίαν, ἔφαγα πολύ, συνών. φρ. τὴν ἔκαμα ταράτσα-τόπι-τούμπανο-φισέκι, τὴν ἐβέργωσα, τὴν ἐπἐτσωσα, τὴν ἐτύλωσα) Πελοπν. (Σουδεν.) 2) Ἡ κοτυληδὼν τοῦ πολύποδος Λεξ. Γαζ. (λ. κοτυληδών): Βεντοῦζες τοῦ χταποδιˬοῦ. 3) Πληθ. βεντοῦζες, οἱ διαπερῶντες τὰ λιθόδμητα ἢ μεταλλικὰ τοιχία τῶν κλωβῶν τῶν φάρων ἀεραγωγοὶ Λεξ. Δημητρ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/