γλακοπατῶ

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γλακοπατῶ

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

γλακοπατῶ ἀμάρτ. γλεκοπατῶ Κρητ. (Μύρθ. Νεάπ.) γλοκοπατῶ Κρήτ. γλοπατῶ Κρήτ. (Ἀρχαν. Νεάπ. κ.ἀ.)

Ετυμολογία

Ἐκ τῶν ρ. γλακῶ καὶ πατῶ.

Σημασιολογία

Καταπατῶ, ποδοπατῶ ἔνθ’ ἀν.: Νὰ σὲ πιˬάσω θέλ’ ἀποὺ τὰ μαλλιˬὰ καὶ δὰ σὲ ρίξω χάμαι, νὰ σὲ γλεκοπατήσω. Μὴ γλεκοπατῇς ἐκε͜ιὰ κ’ ἔρμον κόσμον ἤκαμες. Νὰ μὲ γλεκοπατήσῃ θέλει τὸ μουλάρι σου Νεἄπ. || ᾌσμ. Χίλιˬα μαχαίριˬα καὶ σπαθιˬὰ χάμαι ’ς τὴ γῆ στρωμένα, γλεκοπατῶ τα καὶ περνῶ καὶ τρέχω μετὰ σένα. Μύρθ. Μὰ γω θωρῶ κι ἀγαπησες τὰ γλεκοπάτουρά μου, γλεκοπατῶ τα καὶ περνῶ καὶ πάω ’ς τὴ δουλε͜ιά μου Νεάπ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/