γλακῶ

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γλακῶ

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

γλακῶ Ἀστυπ. Θήρ. Ἴος Κάρπ. (Ἔλυμπ. κ..ἀ) Κάσ. Κρήτ. (Ἀβδοῦ Ἅγιος Γεώργ. Ἀνατολ. Ἀποκόρ. Ἀρχάν. Ἀχεντρ. Ἔμπαρ. Ζερβιαν. Ἱεράπ. Κακοδίκ. Κίσ. Κυδων. Μαλάκ. Μεραμβ. Μόδ. Μονοφάτσ. Μουστάκ. Μύρτ. Νεάπ. Πεδιάδ. Πριν. Ραμν. Ρέθυμν. Σέλιν. Σητ. Σφακ. Χαν. κ.ἀ.) Κύθηρ. –Κορ., Ἄτ. 1, 304 Γ. Μαθιουδ., Λουλούδ., 15 –Λεξ. Βάιγ. Πόππλετ. Μπριγκ. Πρω. Δημητρ. ἀγλακῶ Θήρ. Κάρπ. Κρήτ. (Πεδιάδ. κ.ἀ.) Κυκλ. Νάξ. (Ἀπύρανθ.) γακῶ Κρήτ. (Μύρθ. Σφακ.) γρακῶ Λέσβ. ἀβλακῶ Φολέγ. γλακάω Λεξ. Πρω. Δημητρ. λακῶ Ἁλλόν. Εὔβ. (Κύμ.) Ζάκ. Ἤπ. (Δίβρ.) Θεσσ. (Καρδίτσ.) Θήρ. Ἰων. (Σόκ.) Πελοπν. (Ἄστρ. Βαλτέτσ. Γεωργ. Γορτυν. Κάμπος Λακων. Καρδαμ. Λεβέτσ. Λεῦκτρ. Μάν. Μανιάκ. Ξεχώρ. Σκορτσ.) Πόντ. (Σινώπ.) Προπ. (Μαρμαρ.) Σάμ. (Βλαμαρ. Μύλ. Παλαιοκαστρ. κ.ἀ.) Στερελλ. (Θῆβ. Λεβάδ.) –Α. Καρκαβίτσ. Ζητιάν., 83 Α. Παπαδιαμ., Φόνισσ. 143 –Λεξ. Πρω. Δημητρ. λακάω Πελοπν. (Γεράκ. Δαιμον. Κερπιν. Λακεδ. Λυγερ. Μεγαλόπ. Ξεχώρ. Σκορτσιν.) λακάου Εὔβ. (Αὐλωνάρ. Λιχ. Ὅρ. Στρόπον.) Ἤπ. (Ξηροβούν. Πλατανοῦσ. Πράμαντ.) Θεσσ (Ἀργιθ. Δομοκ. Κακοπλεύρ. Τρίκκ. Τσαριτσ.) Μακεδ. (Τηλοφ. κ.ἀ.) Πελοπν. (Ἀρκαδ. Βερεστ. Γαργαλ. Καλάβρυτ. Κόκκιν. Κοντογόν. Λακεδ. Ξηροκ. Παππούλ. Σουδεν. Τριφυλ. Τσιτάλ.) Στερελλ. (Αἰτωλ. Ἀκαρναν. Ἄμφισ. Ἀράχ. Ἀχυρ. Καλοσκοπ. Μαλεσ. Ναύπακτ. Παλαιοχ. Περίστ. Σπάρτ. Ὑπάτ. Φθιῶτ. Φωκ.) λακίζω Ζάκ. Ἤπ. (Ἰωάνν.) Κεφαλλ. Λευκ. Μακεδ. Πελοπν. (Λακων. Μεγαλόπ. Φιγάλ.) –Σ. Μυριβηλ., Ζωὴ ἐν τάφ., 307-Λεξ. Πρω. λακίζου Ἤπ. (Ζαγορ. Κουκούλ. κ.ἀ.) Θεσσ. (Ἀνατ. Βαθύρρ. Γερακάρ.) Λεῦκ. (Φτερν.) Μακεδ. (Βαρβάρ. Γρεβεν. Κοζ. Παλιουρ.) Σάμ. Σκόπ. Στερελλ. (Γραν. Καρπεν. Εὐρυταν. Ναύπακτ. Περίστ. Σπάρτ. Ὑπάτ. Φθιῶτ.) Τῆν. λατσίζω Κύπρ. Μέγαρ. λακίχουρ ἔνι Τσακων. (Μέλαν.) Παρατ. ἐγλάκουνα Κρήτ. λάκουνα Πελοπν. (Λακεδ.) Ἀόρ. Λάκηξα Πελοπν (Μεσσην. κ.ἀ.) λάτσηξα Πελοπν. (Τρίκκ. Κορινθ.) λάτσισα Πελοπν. (Ξεχώρ.)

Ετυμολογία

Τὸ Βυζαντ. γλακῶ. Πβ. P.Perdrizet, B.C.H 24 (1900), 293 Petersen, Εἷς Θεός, 210, Welles, Yale Class. Stud. XL (1955), 153. Κατὰ Γ.Χατζιδ., ΜΝΕ 2, 76 ἐκ τοῦ ἐκλακῶ. Πβ. ὅμως καὶ Κορ., Ἄτ., 1, 304.

Σημασιολογία

Α) Μετβ. 1) Θέτω, παρορμῶ εἰς ταχεῖαν κίνησιν, τρέξιμον Ἤπ. (Πράμαντ. κ.ἀ.) Κάρπ. Κρήτ. Λευκ Πελοπν. (Καλάβρυτ. Κόρινθ. Οἰν. Σουδεν.) Στερελλ. (Αἰτωλ. Ἀρτοτίν. Ἄμφ. Γραν. Περίστ.) –Γραν. Μαθιουδ., Λουλούδ, ἔνθ’ ἀν.: Λακάου τὰ πρόβατα Περίστ. Θά τὰ λακήξω τὰ βόγιˬα ἀπάνω ’ς τὸ βουνὸ Σουδεν. Ποῦ τά ᾽χες καὶ δὲν ἐφάγανε πρᾶμα, καὶ γιˬάdα τὰ γλακᾷς; Γ. Μαθιουδ., Λουλούδ, ἔνθ’ ἀν.: || Παροιμ. Ἁψιˬὰ γλακᾷς τὸ γάαρον, ἁψιˬὰ τὸν ἀποσταίνεις (ἐπὶ τῶν βεβιασμένως ἐνεργούντων καὶ ὡς ἐκ τούτου ζῆμιουμένων) Κάρπ. Ἡ σημ. καὶ εἰς Ἐρωτόκρ. Ε 1165 (ἔκδ. Σ. Ξανθουδ.) «τὶς πιλαλεῖ ᾽ς τὴ μιˬὰ μερά, καὶ τὶς γλακᾷ ᾽ς τὴν ἄλλη» Συνών. κυνηγῶ, λαλῶ, ξεκινῶ, ξετρέχω, τρέχω, σαλαγῶ. 2) Ἐκδιώκω, ἀποπέμπω Πελοπν. (Καλάβρυτ. Λάλ Τρίκκ. Κορινθ. Οἰν.) Στερελλ. (Αἰτωλ. Ἄμφ. Ἀχυρ. Γραν. Περίστ. Σπάρτ.): Τραύα νὰ λακή’ς τὰ γίδιˬα ἀπ’ τοὺ χουράφ’ Ἀχυρ. Μ’ ἔλάκηξε Καλάβρυτ. Θὰ μὶ λακήσ’ οὑ δάσκαλους ἀπ᾽ τοὺ σκουλε͜ιὸ Αἰτωλ. Τοὺν-ι-λά’σι ἀπ᾿ τοὺ χουράφ’ τ᾽ Ἀχυρ. Λάκα τ᾿ς κόττις ἀπ᾿ αὐτοῦ Αἰτωλ. Β) Ἀμτβ. 1) Τρέχω, φεύγω δρομαίως σύνηθ καὶ Πόντ. (Σινώπ.) Τσακων. (Μέλαν. Χαβουτσ.): Βάρ’το μὲ τὴ βίτσα, νὰ ἰδῇς πῶς λακάει Πελοπν (Βλαχοκερ.) Πῆε νὰ τόνε τσακώσῃ καὶ τοῦ λάκησε Πελοπν. (Γαργαλ.) Ἅμα κάνῃ νὰ μὲ τσακώσῃ, τοῦ λακάου αὐτόθ. Ἅμα μὲ δοῦνε, λακοῦνε Σάμ. (Παλαιόκαστρ.) Φουβήθ’κι κὶ λά’σι Στερελλ. (Φθιῶτ. Φωκ.) Ἐλάκηξε χωρὶς νὰ τὸν πάρουν μυρουδιˬὰ Πελοπν. (Ἀχαΐα) Λά’σαν τὰ πρόβατα ἀποὺ μπρουστά μ’ Μακεδ. (Παλιουρ.) Ἐκεῖ ποὺ πῆγα νὰ τὸ πιˬάσω, ἐλάκησε κ’ ἔφυγε Εὔβ. (Αἰδηψ.) Ἀπολύθηκα νὰ τόνε πιˬάσω, ἀλλὰ τσεῖνος μοῦ λάτσησε Μέγαρ. Τὰ γίδιˬα λά’σαν τοὺν κατήφουρου Ἤπ. (Ζαγόρ.) Ἐγὼ βλέπω κιˬ ἀβλακᾷς Φολέγ. Ἡ μάννα του τ’ ἀναβάστα κ’ ἐγλάκα παραλοϊσμένη Κρήτ. (Ἀποκόρ.) Τὸ μυˬαλό μ’ καμπόσις βουλὲς λακάει (λακάει = ἔχει διαλείψεις) Στερελλ. (Αἰτωλ.) ’Πὸ τὴν ἀχάμνιˬα τὴν πολλὴ μοῦ λακάει τὸ παντελόνι (μοῦ εἷναι πάρα πολὺ εὐρύχωρον) Πελοπν. (Γορτυν.) Λά’ σι ἀπ᾿ τοὺν πόνου (ἐπόνεσε πολύ, ὥστε ἐτράπη οἱονεὶ εἰς φυγὴν) Στερελλ. (Αἰτωλ.) ’Ο σ’ ὁροῦ ποῦρ ἔ’λακίχου; (δὲν βλέπεις πῶς τρέχει γρὴγορα;) Τσακων. (Μέλαν.) Ἐλακίε ὁ ᾽αγὸ ὸ ἴσιμα (ἐλάκησε ὁ λαγὸς ’ς τὸ ἴσιωμα, εἰς τὸ ὁμαλὸν μέρος) αὐτόθ. Νὰ λαχτἠσ’ς νὰ μὴ τὶ πλιˬάσ’ ὸ τοπάν’ (νὰ τρέξῃς, γιὰ νὰ μὴ σὲ πιάσῃ ὁ τσοπάνης) Τσακων. (Χαβουτσ.) || Φρ. Τὸ λακίζω (φεύγω κρυφίως) Ζάκ. Κεφαλλ. Τοῦ ἐλάκησε (ἐνν. τὸ μυαλό, ἤτοι ἐτρελλάθη) Πελοπν. (Γορτυν.) Συνών. φρ. τοῦ ἔστριψε. Ἐλάτσισε τὸ κρασὶ (ἐξίνισεν) Πελοπν. Συνών. φρ. πῆρε βάγιˬα τὸ κρασὶ || Παροιμ Γλακᾷ σὰ dοῦ παππᾶ τὸ σκύλλο (ἐπὶ τῶν ἀδιακόπως τρεχόντων) Κρητ. (Χαν.) Ὅπ͜οιος γλακᾷ ἀποσταίνεται γλήγορα (ἡ διαρκὴς κίνησις ἐπιφέρει τὸν πρόωρον κόπον) Κρήτ. (Μόδ.) Ἄν ἀγλακᾷς κιˬ ἂ δὲν ἀγλακᾷς, ἀποὺ τὴ dύχη σου κιˬ ἀbρὸς δὲ bᾷς (πᾶσα προσπάθεια πρὸς διαρκῆ βελτίωσιν τῶν ὅρων τὴς ζωῆς προσκόπτει εἰς προκαθωρισμένην ὑπὸ τῆς μοίρας κατάστασιν) Νάξ. (Ἀπύρανθ.) Κάμ’ τοῦ λαγοῦ καλό, νὰ σὶ λέπ’ νὰ λακάῃ (ἐπὶ τῶν εὐεργετηθέντων καὶ ἀποφευγόντων τοὺς εὐεργέτας των) Εὔβ. (Στρόπον.) Ὁ ζουρλὸς εἶδε τὸ μεθυσμένο κ᾽ ἐλάκησε (ὁ μεθύων εἶναι περισσότερον ἐπικίνδυνος τοῦ τρελλοῦ) Πελοπν. (Γορτυν.) Διˬάλους εἶδι τοὺ μιθ’σμένου κὶ λά’σι (συνών. μὲ τὴν προηγουμ.) Εὔβ. (Ἁγία Ἄνν.) Χάρη σοῦ ’χω ᾽γώ, καβρέ, | νὰ γλακᾷς ’ς τὰ κάρβουνα (ἐπὶ καυχωμένων δι’ άνύπαρκτον γενναιότητα) Κρὴτ. Συνών. παροιμ Σοῦ ’χω χάρη, κάβουρα. | νὰ πηδᾷς τὰ κάρβουνα | σὰ bηδᾷς ’ς τὸ bοταμό, εἷdα χάρην ἔχω ᾿γώ; Σοῦ τάξανε γουρούνι; Πᾶρ’ τὸ σακκὶ καὶ λάκα (σπεῦδε εἰς πᾶσαν παρουσιαζομένην εὐκαιρίαν) Πελοπν. (Γορτυν.) || Γνωμ. Ἄν βρῇς φαΐ, φάε. ἂν βρῇς δουλε͜ιά, κάνε˙ ἂν βρῇς ξύλο, λάκα Πελοπν. (Ξηροκ.) Σὰ ὶ χτ’πάει οὑ θιός, στέκα˙ σὰ ὶ χτ’ποῦν οἱ -ἀνθρῶπ’, λάκα Σάμ. Αἴνιγμ. Ἀdὰ ἀdὰ πιˬάνει τοῖχο κιˬ ἀγλακᾷ (ἀdὰ = σιγά˙ ὁ καπνὸς) Κρήτ. (Πεδιάδ) || ᾌσμ. Οὕλ’ οἱ κλέφτες λακου’σανε κιˬ οὕλ’ οἱ κλέφτες λακοῦνε κιˬ ὁ gαρδιˬακὸς του ἀδερφὸς δὲ bόρ’ ᾿ὰ dοῦ λακήσῃ (’ὰ = νὰ) Πελοπν. (Λάκων) Καὶ σὰν ἀποσκοτείνιˬασε, ἐγλάκουνα ὡς ἐbόρου Κρήτ. Μιˬὰ κόρbα γίδα λάκησε ἀπὸ τὸ πισωστρουgι (κόρbα = μαύρη) Πελοπν. (Σκορτσιν.) Κιˬ ὅσες γρὲς τὸ ’κούσασι | οὕλες ἐγλακούσασι Κάσ. Καὶ ὅσοι ἀπομείναμε εἰς τὰ βουνὰ γλακοῦμε Κρητ. Ἡ σημ. καὶ Βυζαντ. Πβ. Ἀπολλ. Τυρ., παρὰ Δουκ., «ἐγλάκησε μὲ τὴ χαρὰ κ᾿ ἔφερε ξυλαρίκια». Βλ. καὶ Ἐρωτόκρ. Β 713 (ἔκδ. Σ. Ξανθουδ.) «κ’ ἐγλάκηξε μὲ τὴ χαρὰ καὶ μπαίνει μέσ᾽ ’ς τὰ δάση». Συνών. πιλαλῶ, τζιριτῶ, τρέχω. β) Ἀναχωρῶ Πελοπν. (Γαργαλ. Κόκκιν. Παππούλ.): Λακάου γιˬὰ τὴν Ἴκλενα Κόκκιν. Παππούλ Τὴν αὐγὴ λάκησε γιˬὰ τὴ Χουχλαστὴ Γαργαλ 2) Ἡ προστ. λάκα ὡς ἐπίρρ. εἰς τὴν φρ. λάκα λούκα (λούκα = λέξ. πεποιημ. κατὰ τὸ λάκα: τροχάδην) Πόντ (Σινώπ.)

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/