βέρα

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

βέρα

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Θηλυκό

Τυπολογία

βέρα ἡ, (ΙΙ) Βάρν. Κρήτ. Νάξ. (Ἀπύρανθ.)

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ Σλαβ. vierra=πίστις. Ἰδ. ΜΘ Λάσκαρ. ἐν Ἀθηνᾷ 39 (1927) 211 κἑξ.

Σημασιολογία

1) Ἀνακωχὴ Βάρν. Κρήτ.: Ἐκάμαμε βέρα Κρήτ. || ᾎσμ. Ὀζοῦ μου, δῶσε τὰ κλειδιˬά. ᾽Οζοῦ μου, δῶσε βέρα Βάρν. 2) Περίοδος χρονική φορὰ Νάξ. (Ἀπύρανθ.): Ἄλλη μιˬὰ βέρα μοῦ τό ’χει; καμωμένο τὸ πρᾶγμα ’φτό. Δυˬὸ βίρες ἔχω π’ ἀρρωστῶ φέτι.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/