γραντολογῶ

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γραντολογῶ

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

γραντολογῶ Ναύστ. – D. C. Hesseling, Mots marit., 16 H. R. Kahane, Ital. Marinewörter im Neugr. 20 Ν. Κοτσοβίλ., Ἐξαρτ. πλοίων, 128 Α. Παλάσκ., Ὀνοματολόγ. ναυτικ., 13 Α. Σακελλ., Ἐγχειρ. ἀρμενιστ., 152 καὶ 564 - Λεξ. Πρω. Δημητρ. γραντολοῶ Μεγίστ. γραdολοῶ Θήρ. γραdολογίζω Θήρ. γραdολοΐζω Θήρ. Μῆλ. γραδολογῶ Κεφαλλ. - Η. Ρ. Kahane, ἔνθ᾽ ἀν. γραδολογάω Ἰθάκ.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ οὐσ. γραντὶ καὶ τῆς παραγωγ. καταλ. -λογῶ.

Σημασιολογία

Ράπτω σχοινίον εἰς τὰ ἄκρα τῶν ἱστίων διὰ νὰ μὴ σχίζωνται ταῦτα ἐκ τῆς βιαίας πνοῆς τοῦ ἀνέμου, δημιουργῶ ὀπὰς εἰς τὰ ἱστία, ἀπὸ τὰς ὁποίας νὰ διέρχωνται τὰ προσδένοντα ταῦτα σχοινία ένθ᾽ ἀν.: Οἱ βελιˬέρηδες γραδολογᾶνε (βελιˬέρηδες = οἱ ράπται ἱστίων) Κεφαλλ. Νὰ κιˬ ὁ μυλωνᾶς ποὺ γραδολογάει τὰ δικά του πανιˬὰ αὐτόθ. Σήμερ᾽ ἀγόρασα σκοινὶ γιˬὰ νὰ γραdολοΐσω τὸ πανὶ τῆς βάρκας μου Μῆλ. Συνών. γραντώνω.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/