γλανὸς
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γλανὸς
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Αρσενικό
Τυπολογία
γλανὸς ὁ, Θεσσ. Κυκλ. Μακεδ. Στερελλ. (Ἀγρίν. κ.ἀ.) Μποέμ, Ντόπ. ζωγραφ., 45 D. Bikelas, Faune grecque, 22 Th. Heldreich, Faune de Grèce, 89 Π. Οἰκονομίδ., Κατάλ. ἰχθ Ἑλλάδ, ’Ινστιτ. Ὠκεαν. Ἁλιευτ. Ἐρευν. 11 (1972), 472 –Λεξ. Περίδ. Αἰν. Δημητρ. γλανιˬὸς Μύκ Πελοπν. (Μεγαλοχ.) Πόντ. ἀγλανιˬὸς Θρᾴκ. (Αἶν.) γλιˬανὸς Βιθυν. (Μπασκ. Πιστικοχ.) Μακεδ. (Δρυμ. Καστορ. Σιάτ.) κ.ἀ. –Γ. Μπακάλ., Καναγκ. Καστορ., 23 γλιˬανὸς Βιθυν. (Ἀπολλων.) Πόντ. (Οἰν. κ.ἀ.) γιλιˬανὸς Καππ. (Σινασ. κ.ἀ.) γκλανιˬὸς Μακεδ. (Βόιον) γκλιˬανὸς Α. Ρουμελ. (Σιναπλ.) Θρᾴκ. (Ἀδριανούπ. Σουφλ.) Μακεδ. (Βλάστ. Καστορ. Κοζ.) Σαμοθρ. γκουλιˬανὸς Θρᾴκ. (Ἐλληνοχώρ.) Μακεδ. (Βελβ. Βογατσ.) γλενὸς Θεσσ. γλένιˬος Μακεδ. Προπ. (Πάνορμ.) γλινὸς Λῆμν. –Κ. Οἰκονόμ., Δοκίμ., 2, 74 γουλανὸς Λῆμν. –Κ. Οἰκονομ., Δοκίμ., 2, 74 γουλιˬανὸς πολλαχ. γουλενὸς Θεσσ. κ.ἀ γλανέος Πόντ. (Οἰν.) γλιˬανεὸς Πόντ. (Οἰν.) γλάνος Κορ., Ἄτ., 543 Κ. Οἰκονομ., Δοκίμ., 274 –Λεξ. Λεγρ. Μπριγκ. κ.ἀ. γλάνιος Κορ., Ἄτ., 542 γλιˬάνος Ἄθ. γλά’ς Θεσσ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ἀρχ. οὐσ. γλάνις, ἐκ τοῦ ὁπ. γλάνος κατὰ μεγεθ. τύπ., περὶ τοῦ ὁπ. Γ. Χατζιδ., ΜΝΕ, 2, 117. Ὁ τύπ. γουλιˬανὸς ἐκ παρετυμ. πρὸς τὸ γούλα.
Σημασιολογία
1) Ὁ λιμναῖος καὶ ποτάμιος ἰχθύς Σίλουρος γλάνις (Silirus glanis) τῆς οἰκογ. τῶν Σιλουριδῶν (Siluridae) πολλαχ. καὶ Καππ. (Σινασ. κ.ἀ.) Πόντ (Οἰν. κ.ἀ.): Ὁ γκλιˬανὸς ἔχει νόστιμο κρέας Μακεδ. (Κοζ.) Αὐτὸς ἔχει στόμα γκλιˬανὸς ἢ ἀπὸ γκλιˬανὸ (ἤτοι μέγα) Μακεδ. (Βλάστ.) Συνών. γιˬαΐνι, κέτιλα, μυρσίνι. 2) Μεταφ., ἄνθρωπος ἀνόητος, ὁ τελευταῖος, ἄνευ ἀξίας Θρᾴκ. (Ἀδριανούπ.) Σαμοθρ.: Ἰσὺ γεῖσι πουῶτους κ᾽ ἰγὼ γεῖμ’ γκλιˬανὸς (ἐσὺ ὁ πρῶτος, ὁ ἄξιος κ’ ἐγὼ ὁ τελευταῖος, ὁ ἀνάξιος) Σαμοθρ. 3) Ὁ παρὰ τὰς θαλασσίας ἀκτὰς διαβιῶν γλοιώδης ἰχθὺς Βλέννιος ὁ κοινὸς (Blennius vulgaris), τῆς οἰκογ. τῶν Βλεννιιδῶν (Blennidae), ὁ βλέννος τοῦ Ὀππιαν., Ἁλιευτ. 1, 109 καὶ τοῦ Ἀθην 7, 288α (Βλ. καὶ Μ. Στεφανίδ., Λαογρ 10 (1929|30), 207) Πόντ. (Ἰνέπ.) –Α. Μαμμέλ, Θαλασσιν. 115 –Λεξ. Βυζ. Λεγρ. Βλαστ 431. Συνών. γαιˬδουρέλα, γλίνος, γλίτσα 4, γλιτσοκωβιˬός, λαβέρα, μελιχάννα, μελίχαννος, μυξοῦ, σαλιˬακούδα, σαλιˬάρα. 4) Ὁ ἰχθύς τῶν γλυκέων ὑδάτων Κυπρῖνος ὁ κοινὸς (Cyprinus carpio), τῆς οἰκογ. τῶν Κυπρινιδῶν (Cyprinidae) Μακεδ. (Καταφύγ.) Συνών. γριβαδέλι, γριβάδι, δρομίτσα, κυπρίνι, λαζάνι, μουρούνα, σαζάνι.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA