γραντσέουλα
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γραντσέουλα
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Θηλυκό
Τυπολογία
γραντσέουλα ἡ, Ἐρεικ. Κέρκ. Ὀθων. γραντζέουλα Ἀντίπαξ. Ἤπ. (Πάργ.) Παξ. γραντζέβουλα Ἤπ. (Πάργ.) γραντζεβούλα Ἤπ. (Πάργ.) γραντζέουλας ὁ, Πάρ. (Νάουσ.) γρετσέουλας Ἰθάκ. γραντζέλος Ἤπ. (Πάργ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ Ἰταλ. grαnceolα = θαλάσσιος ἀστακός.
Σημασιολογία
Εἶδος Θαλασσίου καρκίνου μεγαλυτέρου τοῦ συνήθους μὲ μακροτέρους καὶ λεπτοτέρους πόδας καὶ ἀκάνθας ἐπὶ τοῦ κελύφους, διαιτώμενος εἰς βραχώδη σημεῖα τοῦ θαλασσίου βυθοῦ ἔνθ᾽ ἀν.: Ὅdας ἀσ᾽κώνουμε τὰ δίχτυˬα, βγαίνει μαζὶ μὲ τὰ ψάρια καὶ καμμιˬὰ γραντσέουλα Ὀθων. Τσὶ γραντσέουλες τσὶ τρῶμε ψητὲς ἢ τηγανιστὲς αὐτόθ. β) Καβουρομάννα, τὸ ὁπ. βλ. Κέρκ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA