γλαραίνω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γλαραίνω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
γλαραίνω ἐνιαχ. γλαραίνου Στερελ. (Αἰτωλ) βλαραίνω Σίφν.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ γλαρώνω κατ᾽ ἐπίδρασιν τῶν εἰς –αίνω ρ., ὅπως ὑγραίνω κ.ἄ.
Σημασιολογία
1) Ὑγραίνομαι, καθίσταμαι ὑγρὸς Στερελλ. (Αἰτωλ.): Γλαραί’ οὑ τόπους ἀπ’ τ’ βρουχή. 2) Διαλύομαι Σίφν.: Τὸν τρίβγουνε τὸν ἀσβέστη, βλαραίνει μέσ’ ’ς τὴ γάστρα.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA