γλαρέντζα

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γλαρέντζα

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Θηλυκό

Τυπολογία

γλαρέντζα ἡ, Πελοπν. (Ἀρκαδ. Γαργαλ. Κορών. Λάγ. Μάν κ.ἀ.) γλαρέτζα Νάξ. ( Γαλανᾶδ.) γλαρέντζο τό, Πελοπν. (Ἦλ.)

Ετυμολογία

Τὸ γνωστὸν τοπων. Γλαρέντζα, παρὰ τὸ ὁπ. καὶ Κλαρέντζα. Οἱ τύπ. Γλαρέντσα καὶ Κλαρέντσα καὶ Βυζαντ. Πβ. Χρον. Μορ. Ρ στ. 6504, 6890 (ἔκδ. J.Schmitt): «εἰς δέκα ἡμέρας ἔσωσεν ἐκεῖσε εἰς τήν Γλαρέντσαν». «Ἐσέβηκαν ἀμφότεροι κ’ ἦλθαν εἰς τήν Γλαρέντσαν».

Σημασιολογία

Ὕφαλος ἀπομεμονωμένη, ἐκ τῆς ὁμοιότητος πρὸς τὴν χερσόνησον τῆς Γλαρέντζας, νῦν Κυλλήνης Πελοπν. (Κορών.): ’Σ τοῦ Ζάγγα τὸ γιˬαλὸ δὲν ἔχει οὔτε ξέρες οὔτε κοτρώνια. Μόνο νιˬὰ γλαρέντζα || Φρ. Ἀντίο, Γλαρέντζα! (ἐπὶ άπολεσθείσης εὐκαιρίας) ἐνιαχ. Συνών. φρ. ἀντίο, μαστέλο! Ἡ λ. καὶ ὡς τοπων. ὑπὸ τοὺς τύπ. Γλαρέντζα Πελοπν. (Ἦλ. Κορών.) Γλαρέντσα Πελοπν. (Ἦλ.) –Λεξ. Βλαστ. 379 Γλαρέτζα Πελοπν. (Ἀρκαδ. Ἦλ. Κυλλήν.) Γλαρέντζο Πελοπν. (Ἦλ)

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/