ἀστροφώσιν
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀστροφώσιν
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
ἀστροφώσιν τό, ἀμάρτ. ἀστροφώσ’ Πόντ (Ὄφ. Σάντ. Τραπ. Χαλδ.)
Ετυμολογία
᾿Εκ τῶν οὐσ. ἄστρο καὶ φώσιν.
Σημασιολογία
’Αστροφεγγιˬὰ 1, ὃ ἰδ., ἔνθ’ ἀν. : Μὲ τ᾿ ἀστροφώσ᾿ ἐλέπουμε ταὶ πορπατοῦμε Ὄφ. ᾿Απόψ᾽ ὅλον τὴ νύχταν μὲ τ’ ἀστροφώσ’ ἐπορπάναμε (περπατούσαμε) Τραπ. Γοὺς τὰ μεσάνυχτα εἴχαμε ἀστροφώσ᾿ (γοὺς₌ἕως) Χαλδ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA