γρασάρισμα
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γρασάρισμα
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
γρασάρισμα τό, κοιν.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ρ. γρασάρω.
Σημασιολογία
1) Ἡ λίπανσις τῶν μηχανῶν κοιν.: Ἡ μηχανὴ θέλει γρασάρισμα κοιν. 2) Μεταφ., ἡ δωροδοκία Ἀθῆν.: Φρ. Θέλει γρασάρισμα ἡ δουλε͜ιά, ἀλλιˬῶς δὲ γίνεται τίποτε. Συνών. φρ. Θέλει λάδωμα.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA