γρασίδι
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γρασίδι
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
γρασίδι τό, κοιν. καὶ Τσακων. γραίδι Πελοπν. (Δάρα Ἀρκαδ. Δίβρ. Πιάν.) γρασίδ᾽ Ἤπ. (Ἄγναντ. Ἄρτ. Βίτσ. Ζαγόρ. Κουκούλ. Πλάκ. Πράμαντ. κ.ἀ.) Θεσσ. (Ἀετόλοφ. Ἀνατολ. Κακοπλεύρ. Μαυρέλ. Φωτειν. κ.ἀ.) Μακεδ. (Ἄσηρ. Βελβ. Γαλατ. Γήλοφ. Δασοχώρ. Δεσκάτ. Δρυμ. Κατάκαλ. Καταφύγ. Μικρὸ Σούλ. Μοσχοπόταμ.) Στερελλ. (Αἰτωλ. Ἀκαρναν. Γαλαξ. Καρυὰ Καλοσκοπ. Κολάκ. Μύτικ. Νεοχώρ. Παλαιοχ. Παρνασσ. Φθιῶτ. Φωκ.) κρασίδι Εὔβ. Πελοπν. (Κορινθ.) χρασίδι Πελοπν. (Ἀρεόπ. Κίτ. Μάν.) δρασίδι Χίος (Δαφν.) ἀγρασίδι Εὔβ. (Αὐλωνάρ.) ἀργασίδι Εὔβ. (Κουρ. Κυμ. Ὄρ.)
Ετυμολογία
Ὑποκορ. τοῦ Ἑλληνιστ. γράσσις καὶ γράστις. Διὰ τὸν τύπ. κρασίδι πβ. τὸ ἀρχ. οὐσ. κράστις, τὸ ὁπ. παρὰ τὸ γράστις.
Σημασιολογία
1) Τὸ πρὸ τῆς πλήρους ἀναπτύξεως σύνολον ἀγρωστωδῶν φυτῶν, ἰδίως βρόμης καὶ κριθῆς, ὡς καὶ τῶν ψυχανθῶν βίκου, λαθύρου καὶ τριφυλλίου τὸ χρήσιμοποιούμενον ὡς τροφὴ τῶν ζῴων κοιν. καὶ Τσακων.: Σπέρνω - θερίζω - βγάζω - μαζεύω - κόβω γρασίδι κοιν. Ἔσπειρα κριθάρι γιˬὰ γρασίδι Πελοπν. (Ἀνδροῦσ.) Ἔσπειρα γρασίδι γιˬὰ τὰ βόιδα Πελοπν. (Λεῦκτρ.) Τὶς γίδες τὶς πῆγα ᾽ς τὸ γρασίδι Πελοπν. (Καρδαμ.) Τὰ γαλάριˬα θὰ τ᾽ ἀμολύκω ᾽ς τὸ γρασίδι (γαλάριˬα = ἔγγαλα αἰγοπρόβατα) Πελοπν. (Τριφυλ.) Τὸ δασὺ σπορε͜ιὸ τὸ ρίνομε γιˬὰ γρασίδιˬα γιˬὰ τὰ ζωντόβολα (σπορε͜ιὸ = σπορά, ζωντόβολα = ζῷα) Πελοπν. (Παλαιοχ.) Ἔβριξι οὑ κιρὸς κὶ πάει καλὰ τοὺ γρασίδ᾽, στοίχε͜ιουσι Ἤπ. (Πράμαντ.) Γιˬὰ γρασίδ᾽ σπέρνουμι βρόμ᾽ μὶ κριθάρ᾽ Θεσσ. (Ἀετόλοφ.) Νὰ βάλῃς τὴ γίδα ᾽ς τὸ χρασίδι νὰ κάμῃ γάλα Πελοπν. (Κίτ.) Ἔσπειρα γρασίδι γιˬὰ τ᾽ ἀρνιˬά μου Πελοπν. (Γέρμ.) Ἔδεκα τὴν προβάτα ᾽κειδὰ πίσου ᾽ς τὸ ἀγρασίδι (ἔδεκα = ἔδεσα) Εὔβ. (Κουρ.) Ἔδεσα τὴ φοράδα ᾽ς τὸ γρασίδι καὶ γαρδάμωσε (= ἔγινεν εὔρωστη) Πελοπν. (Δίβρ.) Θὰ σὶ πάου ᾽ς τοῦ δραγάτ᾽, ποὺ ἄφ᾽σις τὰ ζουdανὰ σ᾽ μέσ᾽ ᾽ς τοὺ γρασίδ᾽ τοὺ θ᾽κό μ᾽ (δραγάτης = ἀγροφύλαξ) Μακεδ. (Μοσχοπόταμ.) Θὰ σὶ καταγγείλου, γιˬατὶ ἀπό᾽σις τὰ πρόβατα ᾽ς τοῦ γρασίδ᾽ Πελοπν. (Παλαιοχ.) Ἐζάκαϊ τ᾽σὶ μ᾽ ἐταγίαϊ τὰ νιˬούα τὸ γρασίδι (ἐπῆγαν καὶ μοῦ τάγισαν τὴ νύχτα τὸ γρασίδι, ἀφῆκαν τὰ ζῷα τους καὶ ἔφαγαν τὸ γρασίδι) Τσακων. || Παροιμ. Ζῆσι, μαῦρι μ᾽, κ᾽ ἔσπ᾽ρα γρασίδ᾽ (ἐπὶ τῶν ματαίως παρηγορούντων τούς ἐνδεεῖς) Μακεδ. (Καταφύγ.) Συνών. παροιμ. Ζῆσε, μαῦρε μου, νὰ φᾷς τριφύλλι. Τὶ σὲ μέλλει, βρὲ κασσίδη, | γιˬὰ τὸ ξένο ἀγρασίδι (ἐπὶ τῶν ἐπεμβαινόντων εἰς ξένας ὑποθέσεις) Εὔβ. (Κουρ.) Ὅλη μέρα ᾽ς τὰ γρασίδιˬα | καὶ τὸ βράδυ ᾽ς τὰ στολίδιˬα; (ἐπὶ τῶν ἐπιδεικνυόντων πολυτέλειαν, ἡ ὁποία δὲν ἁρμόζει εἰς τὸ εἶδος τῆς ἐργασίας των) Μέγαρ. || Ποίημ. Κιˬ ἀπὸ τὰ χορτάριˬα | κιˬ ἀπὸ τὰ καλὰ γρασίδιˬα οἱ σταλαματιˬὲς γλιστροῦνε χάντρες Μελισσάνθ. εἰς Ἀνθολ. Η. Ἀποστολίδ., 350. Συνών. βρόχος, (ΙΙ) 5 τσαΐρι, χασίλι, χόρτο. β) Ἡ εἰς δέματα παρασκευαζομένη χορτονομὴ πρὸς διατροφὴν τῶν ζῴων ἰδίως κατὰ τὸν χειμῶνα Μῆλ. Στερελλ. (Καλοσκοπ. Παρνασσ.) Σῦρ. Χίος (Βροντ. Ἐγρηγόρ. Δαφν. Πισπιλ.) Ψαρ.: Μονάχα θέλω νὰ μοῦ δίκῃς λιγάκι κρέας κ᾽ ἕνα λημμάρι γρασίδι (λημμάρι = χειρόβολον, δράγμα) Μῆλ. Συνών. σανός. γ) Πᾶσα χλόη σύνηθ.: Πήγαμε καὶ ξαπλώσαμε ᾽ς τὸ γρασίδι Ἀθῆν. Ἐπανήρχοντο περὶ τὴν ἑσπέραν εἰς τὴν πόλιν κρατοῦντες γρασίδιˬα ἀνὰ χεῖρας Δ. Καμπούρογλ., Μνημ. Ἱστορ. Ἀθην. 1,242. Συνών. γκαζόν, χλόη, χορτάρι. 2) Ἀγρὸς εἰς τὸν ὁποῖον σπείρεται γρασίδι Πελοπν. (Βερεστ. Βραχν. Δαιμον. Μάν. Πιάν. Σκορτσιν.) Στερελλ. (Καλοσκοπ. Παρνασσ.) Συνών. βοσκοτόπι, βοσκότοπος, γρασιδοτόπι, γρασιδότοπος, γρασιδοχώραφο, λιβάδι, τσαΐρι. Ἡ λ. καὶ ὡς τοπων. ὑπὸ τοὺς τύπ. Γρασίδι Ἤπ. (Πέρδικ.) Πελοπν. (Γορτυν. Ἦλ. Τριφυλ.) Γρασίδ᾽ Μακεδ. (Μικρὸ Σούλ.) καὶ κατὰ πληθ. Γρασίδιˬα Πελοπν. (Γορτυν. Μάν.)
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA