γράσιμο
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γράσιμο
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
γράσιμο τό, Κέρκ. (Καρουσ. Κασσιόπ. Ραχτ. κ.ἀ.) Πόντ. (Οἰν.) γράσιμον Πόντ. (Ἴμερ. Κοτύωρ. Σταυρ. Τραπ. Χαλδ.) γράσ᾽μου Ἤπ. (Ἰωάνν.) Στερελλ. (Σπάρτ.) γράνσιμο Ἤπ. (Μαργαρίτ.) γράνσ᾽μου Ἤπ. (Ἑλληνικ.) Μακεδ. (Ἀρν.) γράντσ᾽μου Μακεδ. (Γρεβεν.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ρ. γραίνω.
Σημασιολογία
1) Ἡ ξάνσις τῶν ἐρίων Κέρκ. (Καρουσ. Κασσιόπ. Ραχτ. κ.ἀ.) Ἤπ. (Ἑλληνικ. Ἰωάνν. Μαργαρίτ.) Μακεδ. (Ἀρν. Γρεβεν.) Στερελλ. (Σπάρτ.): Πιˬάκαμαν τὸ γράνσιμο ἀπὸ τὴν αὐγὴ καὶ δὲ φάγαμαν ἀκόμ᾽ Μαργαρίτ. Ἀπόψ᾽ ἔχουμι γράσ᾽μου ᾽ς τὰ μαλλιˬὰ κὶ θὰ νυχτιρέψουμ᾽ Σπάρτ. Σήμιρα ἔχουμι γράνσ᾽μου Ἑλληνικ. Συνών. λανάρισμα, ξάσιμο. 2) Ἡ φθορὰ ἐνδυμάτων ἢ ὑποδημάτων Πόντ. (Ἴμερ. Κοτύωρ. Σταυρ. Τραπ. Χαλδ.): Γράσιμον ᾽κ᾽ ἔχ᾽ τὸ λῶμαν (τὸ ἔνδυμα δὲν λέει νὰ φθαρῇ, εἶναι ἀντοχῆς) Χαλδ. Συνών. γρασίος, γράσμαν, γρασμονή.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA