ἀστυνομία

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀστυνομία

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Θηλυκό

Τυπολογία

ἀστυνομία ἡ, λόγ. σύνηθ.

Χρονολόγηση

Αρχαία

Ετυμολογία

Τὸ ἀρχ. οὐσ. ἀστυνομία.

Σημασιολογία

1) ᾿Αρχὴ ἐπιβλέπουσα τὴν ἐν τῇ κοινωνίᾳ τήρησιν τῆς δημοσίας τάξεως καὶ ἀσφαλείας τῶν πολιτῶν σύνηθ.: Ἡ ἀστυνομία ἀπαγορεύει τὸ δεῖνα. Θὰ ἀναφερθῶ ’ς τὴν ἀστυνομία. Ἡ ἀστυνομία προσπαθεῖ ν’ ἀνακαλύψῃ τὸ ἔγκλημα. 2) Τὸ προσωπικὸν τῆς ἀστυνομικῆς ἐξουσίας σύνηθ.: Ἔρχεται ἡ ἀστυνομία καὶ τοὺς τσακώνει. Πέρασε ἡ ἀστυνομία, τοὺς εἶδε καὶ τοὺς ἔβαλε πρόστιμο σύνηθ. 3) Τὸ οἴκημα ὅπου ἑδρεύει ἡ ἀστυνομικὴ ἀρχὴ σύνηθ.: Θὰ σὲ πάω στὴν ἀστυνομία. Πῆγα᾽ς τὴν ἀστυνομία κ᾿ ἔλειπε ὁ ἀστυνόμος Μ' ἐκάλεσαν᾽ς τὴν ἀστυνομία. Τὸν κράτησαν ᾿ς τὴν ἀστυνομία μιˬὰ νύχτα.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/