ἀστυνομίζω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀστυνομίζω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Μετοχή
Τυπολογία
ἀστυνομίζω, μετοχ. ἀστυνουμ’σμένους Στερελλ. (Αἰτωλ.)
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ οὐσ ἀστυνομία.
Σημασιολογία
Περιφρουρῶ τι δι᾽ ἀστυνομικῆς ἀπαγορεύσεως: Πῆγαν τὰ γίδιˬα 'ς τοὺ ἀστυνουμ’σμένου τοὺ κιφαλάρ’ κὶ τὰ πιˬάσαν οἱ ἀγρουφυλά’.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA