ἀστυνομικὸς

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀστυνομικὸς

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

ἀστυνομικὸς ἐπίθ. λόγ. σύνηθ.

Χρονολόγηση

Αρχαία

Ετυμολογία

Τὸ ἀρχ. ἐπίθ. ἀστυνομικός.

Σημασιολογία

1) Ὁ προερχόμενος ἀπὸ τὴν ἀστυνομίαν σύνηθ.: Ἀστυνομικὴ διαταγή. 2) Οὐσ., ὑπάλληλος τῆς ἀστυνομικῆς ἀρχῆς ἤ ἀστυνόμος σύνηθ.: Πέρασε ἕνας ἀστυνομικὸς καὶ τοὺς εἶδε. ᾽Ηρθαν τρεῖς ἀστυνομικοὶ καὶ τὸν ἔπιˬασαν. Συνών. ἀστυνόμος.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/