ἀστυφύλακας
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀστυφύλακας
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Αρσενικό
Τυπολογία
ἀστυφύλακας ὁ, λόγ. σύνηθ. ἀστροφύλακας Πελοπν. (᾿Αρκαδ.)
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ λογίου οὐσ. ἀστυφύλαξ.
Σημασιολογία
Κατώτερος ὑπάλληλος τῆς ἀστυνομίας πόλεων σύνηθ. : Τὸν ἔπιˬασε τὸ λωποδύτη ὁ ἀστυφύλακας καὶ τὸν πῆγε μέσα.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA