γρατσούνημα

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γρατσούνημα

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουδέτερο

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

γρατσούνημα τό, κοιν. γκρατσούνημα Ἤπ. γκρατσού᾽μα Ἤπ. γρατσούνισμα κοιν. γρατσιούνισμα Στερελλ. (Αἰτωλ.) γρατσού᾽σμα Ἤπ. (Ζαγόρ. Κουκούλ. Πλατανοῦσ.) Στερελλ. (Αἰτωλ. ᾽Ακαρναν.) γραντζούνισμα πολλαχ. γραdζούνισμα Πελοπν. (Κίτ. Μάν.) γκρατσούνισμα Ἤπ. γκρατσού᾽σμα Ἤπ. (Κουκούλ.) γκρατσούν᾽τζμα Μακεδ. (Σιάτ.) γκρατζάν᾽τζμα Μακεδ. (Λιτόχ.) γκαρτσάνισμα Μακεδ. (Καστορ.) γκαρτσάν᾽τζμα Θρᾴκ. (Ἀμόρ.) καρτσούνισμα Εὔβ. (Κουρ.) καρτσίνιˬασμα Εὔβ. (Ἀνδρων.)

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ γρατσουνῶ. Πβ. ὡς πρὸς τὴν σημ. καὶ τὸ Βυζαντ. τσαγγρούνισμα καὶ τσουγγράνισμα.

Σημασιολογία

Ἡ ἐνέργεια καὶ τὸ ἀποτέλεσμα τοῦ γρατσουνῶ ἔνθ᾽ ἀν.: Ἄρχισε πάλι τὰ γρατσουνίσματα ἡ γάττα, ἄνοιξέ της νὰ μπῆ μέσα. Τοῦ γέμισε τὸ πρόσωπο γρατσουνίσματα κοιν. ᾽Ακοῦ γραdζουνίσματα ᾽ς τὴ bόρτα, θά ᾽ναι ἡ γάττα μας Πελοπν. (Κίτ. Μάν.) ᾽Ακόμα φαίνουντι τὰ χαράκιˬα ᾽ς τοῦ μάγ᾽λου ἀποὺ τοὺ γκρατσού᾽σμα (χαράκιˬα = σημάδια ἐκδορᾶς) Ἤπ. (Κουκούλ.) Αὐτὸ τοὺ γκρατζάν᾽τζμα μῆις τώρα τὄχου Μακεδ. (Λιτόχ.) Αὐτὰ τὰ γρατσ᾽νήματα ᾽ς τοὺ χέρ᾽ τά ᾽χου ἀποὺ τοὺ γαττὶ π᾽ πῆγα νὰ τοὺ πιˬάκου Ἤπ. (Κουκούλ.) Καὶ ὅλο γκαρτσανίσματα τὰ ἔκαμαν τὰ μοῦτρα Μακεδ. (Καστορ.) Ἕνα πονεμένο γραντζούνισμα μέσα ᾽ς τὸ λαρύγγι καὶ ᾽ς τὴ μύτη τοὺς ἔκανε ὅλους νὰ βογγᾶνε μὲ σκληρὸ βῆχα Σ. Μυριβήλ., Ζωή ἐν τάφ., 317. Συνών. γδάρσιμο 2, γραφούλισμα 1, νυχιˬά, ξέσκισμα, τσαγγρούνισμα, τσαφιˬά, τσάφισμα, τσαφουνιˬά, τσαφούνισμα, τσουγκράνισμα.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/