γλαρόπουλο
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γλαρόπουλο
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
γλαρόπουλο τό, Νάξ. Σάμ. Σκίαθ. –Α. Μωραϊτίδ., Διηγ., 2, 89 –Ν. Ἑστ. 17 (1935), 222 –Λεξ. Δημητρ. γλαρόπ’λου Ἁλόνν. γαροπούλι Νάξ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ οὐσ. γλάρος καὶ τῆς ὑποκορ. καταλ. πουλο.
Σημασιολογία
1) Μικρὸς τὴν ἡλικίαν γλάρος ἔνθ’ ἀν.: Πιˬάσανι ἕνα γλαρόπ’λλου Ἁλόνν. Τὰ εἶχε βρῆ μικρά, δυὸ γλαρόπουλλα ἀμάλλιˬαγα ἀκόμη Ν. Ἑστ. 17 (1935) ), 222. 2) Πολὺ μικρὰ λέμβος Νάξ. 3) Εἶδος παιδιᾶς, κατὰ τὴν ὁποίαν εἷς τῶν παικτῶν, παριστῶν τὸν πελαργόν, προσφέρει τροφὴν εἰς τοὺς νεοσσοὺς του, τοὺς λοιποὺς παίκτας, πλησιάζων δὲ πρὸς τοῦτο ἕνα τούτων, ἀνύποπτον, ἐκτοξεύει κατ’ αὐτοῦ ἄλευρον ἢ γιαούρτι ἐκ τοῦ στόματος του Σάμ. Ἡ λ. καὶ ὡς ἐπών. ὑπὸ τύπ. Γλαρόπουλος Ἀθῆν. Μακεδ. (Θεσσαλον.) Πελοπν. (Γαργαλ.)
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA