γλαρὸς
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γλαρὸς
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
γλαρὸς (Ι) ἐπίθ. Ἀγαθον. Ἀμοργ. Ἡράκλ. Ἰκαρ. (Εὔδηλ.) Κάρπ. Κάσ. Κῶς (Πυλ. κ.ἀ.) Λειψ. Μεγίστ. Πάτμ. Πελοπν. (Κορινθ.) Χάλκ. γλαρὶς Πελοπν. (Καλάβρυτ. Σουδεν.) Φοῦρν. –Λεξ. Πρω. Δημητρ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ οὐσ. γλάρος. Διὰ τὸν σχηματισμὸν βλ. Φ. Κουκουλ., Θεσσαλονίκης Εὐσταθίου τα λαογραφικά, 2.38.
Σημασιολογία
1) Ὁ ἔχων τὸ χρῶμα τοῦ γλάρου, ὁ λευκὸς ἢ μὲ ἐπικρατοῦν τὸ λευκὸν χρῶμα, ἐπὶ αἰγῶν καὶ προβάτων Κάσ. Κῶς Λειψ. Μεγίστ. Πάτμ. Χάλκ. β) Ἐπὶ αἰγός, ἡ ἔχουσα τρίχωμα χρώματος τεφροῦ εἰς τὴν ράχιν καὶ τὴν κοιλίαν, μέλανος δὲ εἰς τὸ ὑπόλοιπον σῶμα Ἀμοργ. Κάσ. Λειψ. Μεγίστ. Πελοπν. (Δίβρ. Καλάβρυτ. Σουδεν.) Φοῦρν. Συνών. κουρουνή. γ) Ἐπὶ αἰγός, ἡ ἔχουσα τρίχωμα χρώματος λευκοῦ μὲν εἰς τὴν ράχιν καὶ τὴν κοιλίαν, μέλανος δὲ εἰς τὰ ἄκρα Ἡράκλ. Κάσ. Κῶς Λειψ. Φοῦρν. δ) Ἐπὶ αἰγός, ἡ ἔχουσα τρίχωμα χρώματος μέλανος εἰς τὸ πρόσθιον μέρος τοῦ σώματος, λευκὸν δὲ εἰς τὸ ὄπισθεν Ἀγαθον. ε) Ἐπὶ αἰγός, ἡ ἔχουσα τρίχωμα λευκὸν καὶ ξανθὸν Κῶς στ) ᾿Επὶ προβάτου, τὸ ἔχον μέλαιναν ταινίαν περὶ τὴν μέσην, τὸ δ᾽ ὑπόλοιπον σῶμα λευκὸν Κάρπ. 2) Ὁ ἔχων γαλανοὺς ὀφθαλμοὺς Πάτμ. Πελοπν. (Καλάβρυτ. Σουδεν.) 3) Ἐπὶ ὀφθαλμῶν, ὁ λαμπρὸς, ὁ καθαρὸς Πελοπν. (Κορινθ.) – Λεξ. Πρω. Δημητρ. β) Κατ’ ἐπέκτ., ἐπίσης ἐπὶ ὀφθαλμῶν, ὁ ζωηρός, ὁ εὐφυὴς - Λεξ. Πρω. Δημητρ. Ἡ λ. καὶ ὡς ἐπών. ὑπὸ τὸν τύπ. Γλαρὸς Φοῦρν. καὶ ὡς παρων. ὑπὸ τὸν τύπ. Γλαρὸς Ἱκαρ. (Εὔδηλ.)
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA