γραφεῖο

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γραφεῖο

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

γραφεῖο τό, λόγ. κοιν.

Ετυμολογία

Τὸ ἀρχ. οὐσ. γραφεῖον.

Σημασιολογία

1) Ἔπιπλον, συνήθως εἰς σχῆμα τραπέζης, χρησιμοποιούμενον πρὸς γραφήν, ἐπὶ τοῦ ὁποίου τοποθετοῦνται πάντα τὰ πρὸς τοῦτο χρήσιμα λόγ. κοιν.: Πᾶρε καινούριˬο γραφεῖο. Γραφεῖο δρύινο - καρυδένιˬο – μεταλλικό. Τὰ χαρτιˬά σου εἶναι πάνω ᾽ς τὸ γραφεῖο. Ξέχασα τὰ κλειδιˬά μου πάνω ᾽ς τὸ γραφεῖο Ἀθῆν. β) Τὸ μετ᾽ ἀπομακτικοῦ χάρτου στήριγμα, τὸ τιθέμενον ἐπὶ τῆς τραπέζης καὶ χρησιμεῦον ἵνα στηρίζῃ ὁ γράφων ἐπ᾽ αὐτοῦ τὸ φύλλον ἐπὶ τοῦ ὁποίου γράφει Ἀθῆν. (παλαιότ.): Γραφεῖο μονὸ (τὸ ἄνευ ἀνοίγματος), γραφεῖο διπλὸ (τὸ μετ᾽ ἀνοίγματος). 2) Δωμάτιον ἢ οἴκημα ὅπου εὑρίσκεται ἡ πρὸς γραφήν τράπεζα, τόπος ἐντὸς τοῦ ὁποίου ἐργάζεται ὁ ἐπαγγελματίας, ἡ δημοσία ἢ ἰδιωτική ὑπηρεσία, τῆς ὁποίας τὸ ἔργον διεξάγεται κυρίως διὰ τῆς γραφίδος λόγ. κοιν.: Ἔχει τὸ γραφεῖο ᾽ς τὸ σπίτι. Γραφεῖο δικηγορικὸ - μεσιτικὸ - ὑπουργικὸ - ταξιδιωτικὸ - ταχυδρομικὸ - κοινοτικὸ - στρατολογικὸ - πολιτικό. Ἤμουν ὥς τὶς ἑφτὰ ᾽ς τὸ γραφεῖο. Πέρασα ἀπὸ τὸ γραφεῖο του καὶ δὲν τὸν βρῆκα. Ἐνοίκιο - ἔξοδα γραφείου Ἀθῆν. β) Κατὰ πληθ., ἐπὶ ὑπηρεσιῶν ἐχουσῶν πλείονα γραφεῖα λόγ. κοιν.: Γραφεῖα ἑταιρείας - ἐφημερίδος Ἀθῆν. Ἡ λ. ὑπὸ τὸν τύπ. Γραφεῖο καὶ ὡς τοπων. Πέλοπν. (Λαγκάδ.)

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/