ἀσυγκόλλητος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀσυγκόλλητος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

ἀσυγκόλλητος ἐπίθ. Πελοπν. (’Αρκαδ.) Ρόδ. Σύμ. ἀσυγκόλ-λdητος Ρόδ. ἀ’gό’τους Ἴμβρ. Σαμοθρ.

Χρονολόγηση

Μεταγενέστερη

Ετυμολογία

Τὸ μεταγν. ἐπίθ. ἀσυγκόλλητος.

Σημασιολογία

Ὁ μὴ ἐρχόμενος εἰς ἐπαφὴν μετ' ἄλλων, ἀκοινώνητος ἔνθ᾽ ἀν.: Ἀσυγκόλλητος ἄνθρωπος ᾿Αρκαδ. Γυναῖκα ἀσυγκόλλητη Ἀρκαδ κ.ἀ. Συνών. ἀγειτόνευτος, ἀγειτονίαστος, ἀκοινώνητος 1, ἄκριτος 3, ἄμπλαχτος, ἄπραχτος 4, ἄσμιχτος 2β, ἀσυγκόλλευτος, ἀσυνανάστρεφτος, ἀσυντρόφιˬαστος 2, μονόχνοτος. Πβ. ἀσυγκέριστος.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/