ἀσυγκόμμιˬαστος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀσυγκόμμιˬαστος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

ἀσυγκόμμιˬαστος ἐπίθ. Θήρ. Κύθν. Τῆν.

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ στερητ. ἀ- καὶ τοῦ ἐπιθ. *συγκομμιˬαστὸς<συγκομμιˬάζω.

Σημασιολογία

1) Ἐκεῖνος τοῦ ὁποίου δὲν ἀνεζητήθησαν τὰ συγκόμμιˬα, ἤτοι τὰ κοινὰ μετ᾽ ἄλλου τινὸς ἐξωτερικὰ γνωρίσματα Θήρ. Κύθν.: Αὐτὴ δὲν ἀφίνει ἄνθρωπο ἀσυγκόμμιˬαστο, ὅλους τοὺς συγκομμιˬάζει Κύθν. 2) ᾿Εκεῖνος τὸν ὁποῖον δὲν δύναταί τις νὰ προσομοιάσῃ μὲ ἄλλον, ὁ πρὸς οὐδένα ὁμοιάζων Τῆν.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/