γραφιˬὰς

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γραφιˬὰς

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Αρσενικό

Τυπολογία

γραφιˬάς ὁ, κοιν. γραφέας Πελοπν. (Ἀρκαδ.) Πόντ. (Κερασ. Σάντ. Τραπ. Χαλδ.) - Λεξ. Βλάχ. Βάιγ. Πρω. Δημητρ. γραφκιˬὰς Νάξ. (Ἀπύρανθ.)

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ ἀρχ. οὐσ. γραφεύς. Ὁ τύπ. γραφτιὰς κατ᾽ ἐπίδρασιν τοῦ γράφτω. Ἐκ Κρητικῶν συμβολαίων ἐτῶν 1714, 1788 ἔχομεν καὶ τύπ. γραφέος. Ὁ τύπ. γραφέας καὶ Βυζαντ. Βλ. Τριβ., Ρὲ 367, καὶ εἰς Σομ.

Σημασιολογία

Γραμματεύς, γραφεὺς κοιν. καὶ Πόντ. (Κερασ. Σάντ. Τραπ. Χαλδ.): Γραφιˬὰς εἶναι (ἐπὶ γραμματέως, ὑπαλλήλου κατωτέρου βαθμοῦ) κοιν.: Μᾶς παίρνουν οὕλα τὰ λεφτά μας οἱ γραφιˬάδες Πελοπν. (Τριφυλ.) Δὲν ἦρθεν ὁ γραφκιὰς νὰ μοῦ γράψῃ τὸ γράμμα Νάξ. (Ἀπύρανθ.) || ᾎσμ. Κὺρ Θόδωρε γραμματικέ, κὺρ Θόδωρε γραφέα, νὰ εἶες τὸν οὐρανὸν χαρτίν, τὴν θάλασσαν μελάνιν, ἔγραφες κ᾽ ἐπέγραφες τῆς ὀρφανῆς τὸν βίον Κερασ. Συνών. γραμματικός, γραφιˬάρης, γραφιˬάτορας. β) Ὁ γιγνώσκων γράμματα Θήρ. Κύθν.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/