γραφικὸς
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γραφικὸς
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
γραφικὸς ἐπίθ. λόγ. σύνηθ. οὐδ. οὐσ. γραφικὸν Πόντ. Πληθ. γραφ᾽κὰ Λέσβ.
Ετυμολογία
Τὸ ἀρχ. γραφικός.
Σημασιολογία
1) Ὁ ἀνήκων, ὁ ἔχων σχέσιν μὲ τὴν γραφὴν λόγ. σύνηθ.: Γραφικὸς χαρακτῆρας (τά ἰδιαίτερα γνωρίσματα τῆς γραφῆς ἑκάστου). Γραφικὸν λάθος (σφάλμα κατὰ τὴν γραφήν). Γραφικὴ ὕλη (τὰ πρὸς γραφὴν χρειώδη, δηλ. χάρτης, μελάνη κτλ.) Γραφικὴ ὑπηρεσία (ὑπηρεσία εἰς τὴν ὁποίαν ὁ ὑπάλληλος ἀσχολεῖται κυρίως μὲ τὸ γράψιμον). 2) Θελκτικὸς λόγ. σύνηθ.: Γραφικὸς τόπος. Γραφικὴ βιλίτσα. Γραφικὸ μέρος – χωριˬό. Ἡ σημ. καὶ ἀρχ. Βλ. Στράβ. 17.806 «οὐδὲν ἔχει [ὁ οἶκος] χαρίεν οὐδὲ γραφικὸν». 3) Τὸ οὐδ. καὶ ὡς οὐσ. α) Τὸ ρητὸν τῆς Ἁγίας Γραφῆς Πόντ. β) Κατά πληθ., τὰ ἔξοδα, ἢτοι αἱ διὰ τὴν ἀγοράν γραφικῆς ὕλης δαπάναι ἢ ἡ ἀμοιβὴ δια γραφικὴν ἐργασίαν λόγ. σύνηθ.: Ἐπλήρωσα τὰ γραφικὰ. Μοῦ δίνει μόνο τὰ γραφικά. γ) Ὁ ἐπὶ τῶν ὀπωρῶν φόρος τῆς δεκάτης Λέσβ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA