γλάρωμα
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γλάρωμα
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
γλάρωμα τό, πολλαχ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ρ. γλαρώνω.
Σημασιολογία
1) Ὑγρασία, κατάστασις ὑγρότητος Εὔβ. (Κάρυστ. Κουρ.) 2) Ἡ τάσις πρὸς ὕπνον ἐνιαχ. 3) Ἡ κατάστασις τοῦ ἐλαφρῶς κοιμωμένου σύνηθ.: Ἤμουνα πάνω ’ς τὸ γλάρωμα καὶ μὲ τὴ φασαρία ξύπνησα Πελοπν. (Κυνουρ.) Συνών. ἀποκάρωμα, γλάρα. 4) Ἡ ὑδηπάθεια, ἡ δι’ ἡμικλείστων ὀφθαλμῶν ἐκφραζομένη Γ. Ξενόπ., Θέατρ., Β΄, 143 Μ. Τσιριμῶκ., Ἐκ βαθ., 62: Γέλια, λιγώματα, γλαρώματα, νάζιˬα μὲ δαύτη... μπροστὰ ’ς τὴ γυναῖκα σου Γ. Ξενόπ., ἔνθ᾽ ἀν. ‖ Ποίημ. Ἀλάλητο τὸ ἐρωτικὸ μεθύσι τοῦ πόθου ἀπόσταμο, ἀποκάρωμα σέρνει ’ς τὰ μάτια σου τὸ γλάρωμα Μ. Τσιριμῶκ., ἔνθ᾽ ἀν. 5) Εἰς τὸν πληθ. ἡ προσποίησις, ἡ πανουργία Λεξ. Δημητρ: Ἄσε τὰ γλαρώματα. Συνών. φρ. Ἄσε τὰ λιγώματα.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA