βίγλα

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

βίγλα

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Θηλυκό

Τυπολογία

βίγλα ἡ, κοιν. καὶ Καππ. (Σινασσ.) βίgλα Α.Ρουμελ. (Σωζόπ.) Βιθυν. (Κατιρ.) Κέως Κρήτ. (Σέλιν. κ.ἀ.) Κύθηρ. Μακεδ. (Γκιουβ. Χαλκιδ.) Πελοπν. (Κορινθ. Παππούλ.) Προπ. (Κούταλ.) Σῦρ. βίgλτα ᾽Αστυπ. βίκλα Κύπρ. Μεγίστ. σβίgλα Πελοπν. (Γέρμ.) γίγλα Κάρπ. δίγλα Πελοπν. (Βασαρ.) δίγα Τσακων.

Χρονολόγηση

Μεσαιωνικό

Ετυμολογία

Τὸ μεσν οὐσ. βίγλα, ὃ ἐκ τοῦ Λατιν. ρ. *viglare<vigilare. ’Ιδ. GMeyer Neugr. Stud. 3,14 κἑξ. Διὰ τὴν ἀνάπτυξιν τοῦ σ εἰς τὸ σβίγλα ἰδ. ΧΠαντελίδ. ἐν Byzant.-Neugr. Jahrb. 6 (1928) 401 κἑξ.

Σημασιολογία

1) Σκοπιὰ κοιν.: Μένω-φυλάω ’ς τὴ βίγλα κοιν. || Φρ. Κάνω βίγλα (καραδοκῶ) Κρήτ. Βάνουν βίγλα οἱ σταφίδες (ἀρχίζουν νὰ ὡριμάζουν) Πελοπν. (Τρίκκ.) || Γνωμ. Προδοσιˬά ἔχτισε τὴ βίγλα καὶ προδοσιˬὰ τὴ χαλᾷ Πελοπν. (Λακων.) Συνών. ἀντιβίγλα, βάρδιˬα 2, βιγλατώρι, βι λίτσα, μετερίζι. Ἡ λ. ὑπὸ διαφόρους τύπους καὶ ὡς τοπων. πολλαχ. β) Ἁλιευτικὸν σχοινίον διὰ τοῦ ὁποίου γίνεται ἀντιληπτὴ τὴν νύκτα εἰς τοὺς ἁλιεῖς ἡ διέλευσις ἰχθύων Μακεδ. γ) Ὁ ἀνώτατος ὄροφος μονολίθου οἰκίας Καππ. (Σινασσ.) δ) Μεταφ. κεφαλὴ Κέως: Θὰ σοῦ σημάνω μιˬὰ ᾽ς τὴ βίgλα (θὰ σὲ χτυπήσω μία εἰς τὸ κεφάλι). 2) Φρουρά 'Αθῆν. Ζάκ. Ἤπ. (Πάργ. κ.ἀ.) Καππ. (Σινασσ.) Κάρπ. Κρήτ. Κύπρ. Πελοπν. (Βασαρ. Λάστ. Μάναρ. Χατζ.) Σύμ. Τσακων. -Γ’Επαχτίτ. ἐν Προπυλ. 1,153 -Λεξ. Αἰν. Μπριγκ. Βλαστ: Καρτερούσανε μὲ καρδιˬόχτυπο ν᾽ ἀκούσουν τὴ φωνὴ τῆς βίγλας ποῦ τὴν εἴχανε νὰ φυλάῃ ὄξω ἀπὸ τὴν τάπιˬα Γ’Επαχτίτ. ἔνθ’ἀν. || Φρ. Ἔχω μιὰ βίγλα ’ς τὸ κεφάλι μου (μεγάλην φροντίδα) Σύμ. || ᾌσμ. Ἡ πρώτη βίγλα πλάγιˬασε, ἡ δεύτερ’ ἀποκοιμήθη Χατζ. Ἡ ἀπάνου βίγλα φώναξε κ᾽ ἡ κάτω ἀπολογήθη δημῶδ. Σαράντα βίγλες ἔβαλαν κ᾿ ἑξήντα βιγλαραίους Μάναρ. Κ’ ἑξήντα βίγλες ἤβαλαν νὰ τὸν καταπατήσουν Πάργ. Ἡ σημ. καὶ μεσν. Πβ. Κωνστ. Πορφ. Βασίλ τάξ. 447,18 (ἔκδ. Βόνν.) «ἀσφαλίσασθαι τὰς βίγλας, τοῦ σπουδάζειν μανθάνειν τὰ τῶν ἐχθρῶν καὶ ἀναφέρειν αὐτά». Συνών. βάρδιˬα 1. β) Χρόνος ἐργασίας ὡρισμένης διαρκείας Εὔβ. ('Ορ.): Ἄιdε, μιˬὰ βίγλα ἔχομε ἀκόμα. Πβ. βάρδιˬα 5. γ) Ἡ σειρὰ ἑκάστου πρὸς λῆψιν ἀδιανεμήτου ὕδατος Κάρπ. 3) 'Ενέδρα ΚΚρυστάλλ. Ἔργα 1,186: Ποίημ. Καὶ στένει βίγλες ’ς τὰ βουνὰ καὶ κυνηγάε͜ι ἀγρίμιˬα. 4) Στενὴ καὶ ἐπιμήκης ὀπὴ τοίχου διὰ τῆς ὁποίας δύναταί τις νὰ παρατηρῇ ἔσωθεν Μακεδ. Συνών. πολεμότρυπα. 5) Τηλεσκόπιον Μακεδ. (Γκιουβ.) β) Μικρὰ προεξοχή εἰς τὸ ἄνω μέρος τῆς κάννης τοῦ τουφεκίου χρησιμεύουσα πρὸς ἀκριβῆ σκόπευσιν, τὸ στόχαστρον Πελοπν. (Γέρμ.) Στερελλ. (Αἰτωλ.) γ) Προεξοχὴ τοῦ μοχλοῦ τοῦ κανταριοῦ τῆς ὁποίας ἡ κατακόρυφος θέσις δεικνύει τὴν ἀκριβῆ ζύγισιν Πελοπν. (Βούρβουρ.) 6) Στροφὴ δρόμου Πελοπν. (Παππούλ.) 7) Ὀπὴ τῆς κυψέλης διὰ τῆς ὁποίας εἰσέρχονται καί ἐξέρχονται αἱ μέλισσαι Λῆμν. 8) ’Οπὴ εἰς τὸ ἄνω μέρος βαρελλίου ἢ ἄλλου δοχείου χρησιμεύουσα ὅπως κατὰ τὴν διὰ τοῦ στομίου ἣ κρουνοῦ ἐκκένωσιν αὐτοῦ εἰσέρχεται ἀήρ, ὥστε νὰ διευκολύνεται ἡ ἐκκένωσις Ἤπ. (Ζαγόρ. Ἰωάνν.) Μακεδ. Στερελλ. (᾽Αράχ. Καλοσκοπ.) 9) Τὸ πῶμα τῆς ἀνωτέρω ὀπῆς Ἤπ. 10) Ὀπὴ μικροῦ ὑδροφόρου βυτίου διὰ τῆς ὁποίας πίνουν ὕδωρ Μακεδ. 11) ’Εργαλεῖόν τι τοῦ ὑφαντηρίου Κρήτ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/