βιγλαρε͜ιὸ

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

βιγλαρε͜ιὸ

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

βιγλαρε͜ιὸ τό, Θάσ.

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ οὐσ. βιγλάρις καὶ τῆς καταλ. – ε͜ιό.

Σημασιολογία

Κατοικία τοῦ βιγλάρι, σκοπιά.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/