βιγλεύω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
βιγλεύω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
βιγλεύω Κρήτ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ οὐσ. βίγλα. Ἡ λ. καὶ παρὰ Βλάχ.
Σημασιολογία
Βιγλίζω 2, ὃ ἰδ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA