γράψα
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γράψα
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Θηλυκό
Τυπολογία
γράψα ἡ, Θρᾴκ (Ἡρακλίτσ. Λιμν.)
Ετυμολογία
Ἀγνώστου ἐτύμου.
Σημασιολογία
1) Τὸ φυτὸν Κιχώριον τὸ ἐντετμημένον (Cichorium intibus) τῆς οἰκογ. τῶν Συνθέτων. (Compositae) Θρᾴκ. (Ἡρακλίτσ.) Συνών. ἀγριοπικραλίδα, ἀγριορραδίκι, πικρήθρα. 2) Τὸ φυτὸν Καρλινία ἡ κομμεοφόρος (Carlina gummifera) ἐπίσης τῆς οἰκογ. τῶν Συνθέτων (Compositae), ἡ ἀκανθικὴ μαστίχη τοῦ Θεοφρ. (Ἱστορ φυτ. 9.1.2) Θρᾴκ. (Λιμν.) Συνών. ἀγκαθοκολλεˬά, ἀγκαθομαστίχα, ἀγριομαστίχα, ἀγριομαστιχιˬὰ, ἰξαγκάθα, ἰξοκεφάλα, κόλλα, κολλάγκαθο, μαστιχάγκαθο, χαμολιˬά, χαμολιˬός.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA