ἀσυδαύλιστος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀσυδαύλιστος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
ἀσυδαύλιστος ἐπίθ. Κρήτ. κ.ἀ. -Λεξ. Δημητρ. ἀσυνταύλιστος Πελοπν. (Μάν.) Πόντ.
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ στερητ. ἀ- καὶ τοῦ ἐπιθ. *συδαυλιστὸς<συδαυλίζω.
Σημασιολογία
1) Ἀσυδαύλευτος, ὅ ἰδ., ἔνθ’ ἀν.: Ἄφησα τὴ φωθιˬὰ ἀσυδαύλιστη κ᾿ ἔσβησε Κρήτ. ᾽Ασυνταύλιστος φωτία Πόντ. Μαγκάλ’ ἀσυνταύλιστον αὐτόθ. 2) Μεταφ. ὁ μὴ ἐξερεθιζόμενος Λεξ. Δημητρ.: ’Ασυδαύλιστη ἔχτρα. ᾽Ασυδαύλιστα πάθη.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA