γλάστρα (ΙΙ)

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γλάστρα (ΙΙ)

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Θηλυκό

Τυπολογία

γλάστρα ή, (ΙΙ) Ἤπ. (Ξηροβούν. Πάργ. Πλάκ.) Κέρκ. Κύθηρ.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ ’Ιταλ. lastra. Τὸ ἀρχικὸν γ ἐκ παρετυμ. πρὸς τὸ γλάστρα (Ι).

Σημασιολογία

Ὁ ὑαλοπίναξ παραθύρων ἢ θυρῶν ἔνθ’ ἀν.: Μοῦ ’σπασες μιˬὰ γλάστρα Κύθηρ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/