γραψίμι
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γραψίμι
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
γραψίμι τό, γραψίμιν Λυκ. (Λιβύσσ.) γραψίμι Μεγίστ. Πελοπν. (Γαργαλ. Δίβρ. Κοντογόν. Μαργέλ. Παιδεμέν. Ποταμ κ.ἀ.) Ρόδ. κ.ἀ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ οὐσ. γράψιμο ὡς ὐποκορ.
Σημασιολογία
1) Τὸ γράψιμον ἔνθ᾽ ἄν.: Γραψίμιν κὶ λουαριˬασμός, ὅσουν νὰ βγάλ-λῃ τοὺ μάτιν του Λύκ. (Λιβύσσ.) || ᾎσμ. Ἔμαθα τὸν ‘Aπόστολο κ᾽ ἔμαθα καὶ γραψίμι Ρόδ. 2) Τὸ γραπτὸν κείμενον Πελοπν. (Γαργαλ. Δίβρ. Κοντογόν. Μαργέλ. Παιδεμέν. κ.ἀ.)
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA