γράψιμο
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γράψιμο
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
γράψιμο τό, γράψιμον Κύπρ. Πόντ. (Κερασ. Οἰν. Σταυρ. Τραπ. Χαλδ.) - Λεξ. Βάιγ. Περίδ. Αἰν. Βυζ. Μπριγκ. γράψιμο κοιν. καὶ Τσακων. (Πραστ. Χαβουτσ.) γράιμο Καππ. (Ἀραβάν. Σινασσ.) γράψιμου πολλαχ. βορ. ἰδιωμ. γράψ᾽μο Ἁλόνν. γράψ᾽μου κοιν. βορ. ἰδιωμ. γράιμα Καππ. (Μισθ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ρ. γράφω. Ὁ τύπ. γράψιμον καὶ εἰς Σομ.
Σημασιολογία
1) Ἡ διὰ γραπτῶν χαρακτήρων παράστασις φθόγγων καὶ διανοημάτων, ἡ γραφὴ κοιν. καὶ Καππ. (Ἀραβάν. Μισθ. Σινασσ.) Πόντ. (Κερασ. Οἰν. Σταυρ. Τραπ. Χαλδ.) Τσακων. (Χαβουτσ.): Ἀρχίζω - τελειώνω τὸ γράψιμο. Χαρτὶ γιˬὰ γράψιμο. Κουράστηκε τὸ χέρι μου μὲ τὸ γράψιμο. Ἔχω γράψιμο κοιν. Ἔμαθα τὸ γράψιμον καὶ τὸ δέβασμαν (ἔμαθα γραφὴν καὶ ἀνάγνωσιν) Τραπ. Ἔμαθες ψάλιμο, καὶ γράιμο (ἔμαθες ἀνάγνωσιν καὶ γραφὴν) Ἀραβάν. Χαρτὶ τοῦ γραψιμάτου Κύθν. Τοῦ γραψιμάτου ᾽ναι ποὺ σὲ πονεῖ τὸ στομάχι σου, ὅλη μέρα σκύβγεις, σκύβγεις Νάξ. (Ἀπύρανθ.) Αὐτὸς ἀπ᾽ τὸ γράψ᾽μο λιποθύμ᾽σε Ἁλόνν. Πόσες ἀράδες γράψιμο σᾶς ἔβαλε ὁ δάσκαλος; Πελοπν. (Δάρα Ἀρκαδ.) Ἐγὼ ἄλλη δουλε͜ιὰ δὲ νο͜ιώθω ἀπὸ τὸ γράψιμο Γ. Ψυχάρ., Στὸν Ἴσκιο, 128. Φροντίζεις μὲ λόγια καὶ συμβουλὲς καὶ γραψίματα νὰ γίνεται τὸ καλὸ Ι. Δραγούμ., Ἑλληνισμ. καὶ Ἕλλην., 64. || Φρ. Πέφτω μὲ τὰ μοῦτρα ᾽ς τὸ γράψιμο (ἀσχολοῦμαι ἐντατικῶς μὲ γραφικὴν ἐργασίαν) σύνηθ. Τὰ γραψίματα τῆς μοίρας - τοῦ θεοῦ (αἱ ραφαὶ τοῦ κρανίου ἢ τὰ ἐπὶ τοῦ μετώπου ἢ τοῦ προσώπου τοῦ βρέφους ἐξανθήματα• ταῦτα θεωροῦνται ὡς γράμματα τῆς μοίρας καὶ ὡς δηλοῦντα τὰ μέλλοντα νὰ συμβῶσι) Ν. Πολίτ., Παροιμ. 4, 122. Γραψίματα τοῦ θεοῦ (τὰ ἐκ γενετῆς χωρίσματα τῆς κόμης εἰς τὴν κορυφὴν τοῦ κρανίου ἢ ἀλλαχοῦ) Κάρπ. || ᾎσμ. Κιˬ ἀποὺ τοὺ γράψ᾽μου τοὺ πουλὺ κιˬ ἀποὺ τὴ συλλουή του ἐσείστηκαν τὰ χέριˬα του κὶ χύθ᾽κιν τοὺ μιλά᾽ Μακεδ. (Δαμασκ.) || Ποίημ. Ἔντονε! μαμουριˬασμένος, | ᾽ς τὰ γραψίματα γυρμένος Δ. Σολωμ., 316. Συνών. γραφή, γράψῃ, γραψίμι. β) Τὸ περιεχόμενον τῆς ἐπιστολῆς Ἁλόνν.: Τὄγραψι ἕνα γράμμα. Τί γραψίματα ἦταν αὐτὰ ἀπ᾽ τὄγραψι! Συνών. γράμμα 5. 2) Ὁ γραφικὸς χαρακτὴρ κοιν. καὶ Πόντ. (Κερασ. Οἰν. Τραπ. Χαλδ.) Τσακων. (Πραστ.): Ἔχει καλὸ - ἄσκημο γράψιμο. Τίνος γράψιμο εἶναι; Γνωρίζω τὸ γράψιμό του κοιν. Ἐγνωρίζω τὸ γράψιμόν ἀτ᾽ Τραπ. Χαλδ. Τὸ γράψιμό σι ὄ ᾽σ᾽ καλὲ (ὁ γραφικός του χαρακτὴρ δὲν εἶναι καλὸς) Πραστ. Συνών. γράμμα 4. 3) Ἡ συμβολαιογραφικὴ πρᾶξις, τὸ προικοσύμφωνον Ἄνδρ. Σάμ.: Εἴχανε σήμερα γραψίματα ᾽ς τοῦ Γιˬώργη Ἄνδρ. Συνών. γράμμα 5β. 4) Τὸ πεπρωμένον, ἡ μοῖρα Ἄνδρ.: Δὲν εἶναι καλὰ τὰ γραψίματά του. Συνών. γράμμα 10. 5) Μαγεία γενομένη διὰ τῆς γραφῆς μαγικῶν ἐπῳδῶν ἐπὶ τριγωνικῶν περιάπτων σκοποῦσα τὴν βλάβην τοῦ ἐχθροῦ ἢ τὴν ἀνάπτυξιν ἔρωτος ἢ μίσους μεταξὺ προσώπων Πόντ. (Κερασ.): Μὲ τὸ γράψιμον ἐποῖκεν τὸν παιδᾶν κ᾽ ἐφέκεν τὸ κουτίδ᾽ (μὲ τὰ μάγια ἔκαμε τὸν νέον νὰ ἀφήση τὴν νέαν). Συνών. μάγιˬα, μαγιλίκιˬα. β) Νόσος προκληθεῖσα ἐξ ἐπιδράσεως μαγείας Πόντ. (Κερασ.) 6) Ποικίλματα, σχέδια ἐνυφασμένα Θρᾴκ.: Τὰ γράφτουμι ᾽ς τοὺν ἀργαλε͜ιό. Ἴ, πόσα εἰδῶν γραψίματα ἔχουμι!
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA