γλαστράκι

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γλαστράκι

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

γλαστράκι τό, πολλαχ. γλαστρά’ βόρ. ἰδιώμ. γαστράκι Ζάκ (Μαχαιρᾶδ.) Κρήτ. (Κίσ.)

Ετυμολογία

Ὑποκόρ. τοῦ οὐσ. γλάστρα διὰ τῆς παραγωγ. καταλ. –άκι.

Σημασιολογία

1) Μικρὰ γλάστρα (Ι) 1, τὸ ὁπ. βλ., ἔνθ᾽ ἀν.: Ἐγέμισε τὴν αὐλὴ μὲ γλαστράκιˬα. Ἡ γάττα μοῦ ἔσπασε τὸ γλαστράκι πολλαχ. Τί ὄμουρφου πού ’ν’ ἰφτὸ τοὺ γλαστρα’ Τῆν. Βάλ’ ᾿ς αὐτὸ τοῦ γλαστρά’ κἀνένα λουλουδά’ αὐτόθ. β) Μικρὸν δοχεῖον ἐκ πηλοῦ ἢ λευκοσιδήρου πεπαλαιωμένον, χρησιμοποιούμενον πρὸς τοποθέτησιν ὕδατος ἢ τροφῆς ζῴων Ἰκαρ. (Εὔδηλ) Κρήτ. (Κίσ.): Βάλε νερὸ ᾿ς τὸ γαστράκι τῶ gοττῶ. γ) Τεμάχιον πηλίνου δοχείου Σῦρ. δ) Μεταφ., εἶδος κεντήματος, προφανῶς ἐκ τοῦ σχήματός του, ὁμοιάζοντος πρὸς γλάστραν Σκῦρ. 2) Κατὰ πληθ., εἴδος ἀγρίου λαχάνου Μακεδ (Βαρβάρ.)

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/