γρεγάλης
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γρεγάλης
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Αρσενικό
Τυπολογία
γρεγάλης ὁ, Ζάκ. - Γ. Σαχτούρ., Ἱστορ. Ἡμερολ., 132 D. C. Hesseling, Mots marit., 16 G. Meyer, Neugr. Stud. 6, 24 - Λεξ. Βάιγ. Λάουνδ. Λεγρ. Μπριγκ. Βλαστ. 361 γριγά᾽ς Θρᾴκ. (Ἀδριανούπ.) γρεκάλης G. Meyer, ἔνθ᾽ ἀν. gρεκάλη Καλαβρ. (Μπόβ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ Ἰταλ grecale = βορειοανατολικὸς ἄνεμος. Ὁ τύπ. γρεγάλης καὶ εἰς Σομ.
Σημασιολογία
Ὁ βορειοανατολικὸς ἄνεμος ἔνθ᾽ ἀν.: Καὶ μὲ ὀλίγον γρεγάλη ἐτραυούσαμε ὑποκάτω τοῦ κάβου Γ. Σαχτούρ., Ἱστορ. Ἡμερολ., 132. Συνών. γρεγοβόρι, γρέγος, μέσης.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA