γρεγοβόρι
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γρεγοβόρι
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
γρεγοβόρι τό, ἐνιαχ. γρεοβόρι Νάξ.
Ετυμολογία
Ἐκ τῶν οὐσ. γρέγος καὶ βοριˬᾶς.
Σημασιολογία
Ὁ βορειοανατολικὸς ἄνεμος ἔνθ᾽ ἀν. Συνών. βορραπηλιˬώτης, γρεγαλάκι, γρεγάλης, γρεγάλι, γρέγος 1, μέσης.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA