γρεγολεβάντες
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γρεγολεβάντες
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Αρσενικό
Τυπολογία
γρεγολεβάντες ὁ, σύνηθ. γριγουλιβάντ᾽ς Στερελλ. (Γαλαξ.) γρεκολεβάντες Λεξ. Ἠπίτ. γρεολεβάντες Ἀμοργ. Ἀντίπαξ. Ἐρεικ. Ἤπ. (Πάργ.) Καστ. Κέρκ. Παξ. Σῦρ. γρεολεβάνdες Ἀντίπαξ. Ἐρεικ. Καστ. Κέρκ. Παξ. Σχινοῦσ. Τῆν. (Ἰστέρν.) γρεβολεβάντες Θεσσ. (Τρίκερ.) - Λεξ. Βυζ. δρεολεβάνdες Ἰθάκ. γρεγολεβάντης πολλαχ. γρεγολεβάνdης Κύθν. γρεκολεβάντης Εὔβ. (Κάρυστ.) γρεολεβάντης Κάρπ. (Ἔλυμπ.) Κύπρ. Λυκ. (Λιβύσσ.) Σκίαθ. Χάλκ. Χίος γρεολεβάνdης Θρᾴκ. (Αἶν.) Κεφαλλ. (Χαβδᾶτ.) Λέρ. Μεγίστ. Πάτμ. γριουλιβάντ᾽ς Ἤπ. Θεσσ. γριουλιβάd᾽ς Εὔβ. (Λιχὰς) γριουλιβά᾽ς Σάμ. γρεγολέβαντο τό, Κάρπ. γρεολέβαντο Κέρκ. Κεφαλλ. (Χαβδᾶτ.) γρεολέβανdο Κάρπ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ Ἑνετ. gregolevante = ὁ βόρειος - βορειοανατολικὸς ἄνεμος.
Σημασιολογία
1) Ἄνεμος πνέων ἀκριβῶς μεταξὺ τοῦ γρέγου (μέσου) καὶ τοῦ λεβάντε (ἀπηλιώτου) κοιν.: Ἀνάμεσα ᾽ς τὸ γρέο καὶ ᾽ς τὸ λεβάνdε εἶναι ὁ γρεολεβάνdες Καστ. Ὅταν κοντεύαμε νὰ φτάσουμε ᾽ς τὴν Ἐρείκουσα, ἄρχισε ἕνας γρεολεβάνdες ποὺ μᾶς ἄλλαξε τὸν ἀδόξαστο Κέρκ. Ὁ καιρὸς εἶναι δρεολεβάνdες ποῦρος (= καθαρός, πραγματικὸς) Ἰθάκ. Μοῦ ᾽φευγε τὸ κάτουρο στάλα - στάλα ἀπὸ τὸ κρύγιˬο μου, ἅμα ἐφύσουνε ὁ γρεολεβάνdες ‘Eρεικ. Ἡ τράτα θέλει βάρκα νὰ πετάῃ σὰ σαΐνι τσὶ θάλασσες μὲ τσοὺ γρεολεβάνdηδες καὶ τσὶ σοροκάδες αὐτόθ. Ὅdες ἢμαστε κοdὰ ᾽ς τὸ gάβο, σοῦ κατεβάζει ἕναν ἄγριο γρεολεβάνdε κ᾽ ἡ θάλασσα ὅλη σοῦ γίνηκε ἕνας ἀφρὸς Παξ. Σήμ-μερα φυσᾷ γρεολεβάντης Κύπρ. Ἐδῶ μέσα χύνει πολὺ ἀέρα ὸ γρεολεβάντης Σκίαθ. Τὸ γρεγολεβάντε οἱ ναυτικοὶ τὸν λένε μάννα τῆς βροχῆς Ν. Χαλιόρ., Ὑδρέικ. Θρῦλ. 163. Ἀπ᾽ τὴ θάλασσα τὰ ἴδιˬα καὶ χειρότερα, γρεγολεβάντες δυνατός, φορτούνα Α. Παπαδιαμ., Χριστουγενν. διηγ., 80. Τὸ χιονόνερον ἢρχισε νὰ ἐπιρρίπτῃ ὁρμητικῶς ὁ γρεγολεβάντες Α. Μωραϊτίδ., Διηγ. 2, 88. || ᾎσμ. Χύν᾽ ὁ βοριˬὰς μὲ τὸ νερὸ κι ὁ νότος μὲ τὸ χιˬόνι, τὸ ᾽ρημο γρεολέβανdο τὸ σταυρωτὸ χαλάζι! Κάρπ. 2) Ἡ ἐπὶ τῆς βορειοανατολικῆς πλευρᾶς τοῦ οἰκήματος τοῦ μύλου ὑπάρχουσα ὀπή͵ ἡ ὁποία χρησιμεύει εἰς τὸ νὰ στρέφῃ τὸν ἄξονα καὶ τὸν τροῦλλον τοῦ ἀνεμομύλου πρὸ τὴν κατεύθυνσιν τοῦ ἀνέμου γρεγολεβάντε Κύθν.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA