ἀσυμμόρφωτος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀσυμμόρφωτος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
ἀσυμμόρφωτος ἐπίθ. λόγ. σύνηθ.
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ στερητ. ἀ- καὶ τοῦ ἐπιθ. *συμμορφωτὸς<συμμορφώνω.
Σημασιολογία
Ὁ μὴ ἀποβαλὼν τὰ ἐλαττώματά του, ὁ μὴ διορθωθεὶς σύνηθ.: Ὅσο κιˬ ἂν ἔπαθε ἔμεινε ἀσυμμόρφωτος. 2) Ὁ ἀνεπίδεκτος τακτοποιήσεως σύνηθ. : Μαγαζὶ-νοικοκυριˬὸ-σπίτι ἀσυμμόρφωτο.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA