γλεγουδάκι
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γλεγουδάκι
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
γλεγουδάκι τό, ἐνιαχ. γλιγουδάκι Χίος-Λεξ. Βάιγ. γλιουδάκι Νάξ. (᾿Απύρανθ.)
Ετυμολογία
Ὑποκορ. τοῦ οὐσ. γλεγούδι. Ὁ τύπ. γλιγουδάκι καὶ εἰς Σομ.
Σημασιολογία
1) Μικρὸν δῶρον ἐνιαχ. Συνών. δωράκι. 2) Εὔγευστον φαγητόν εἰς μικρὰν ποσότητα Νάξ. (Ἀπύρανθ.): Καὸ γλιουδάκι ’τονε, μακάρι νά ᾽χαμε gάθα μέρα τόσο. 3) Μεταφ., τὸ γυναικεῖον αἰδοῖον Χίος: Αὐτὸς πολοκυνηγᾷ το τὸ γλιγουδάκι.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA