ἀσυμμούσουδος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀσυμμούσουδος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

ἀσυμμούσουδος ἐπίθ. Κρήτ.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ στερητ ἀ- καὶ τοῦ ἐπιθ. *συμμούσουδος.

Σημασιολογία

Δυσειδής : Ἆσμ. Ποι͜ὸς σ᾽ τό ᾿πεν, ἀσυμμούσουδη, πῶς τὸ φιλεῖ δὲ βλάφτει; καρβουνισθιˬά ᾽ναι ᾿ς τὴ gαρδιˬὰ σὰ dὸ καμίνι κιˬ ἅφτει. Συνών. ἰδ. ἐν λ. ἀσκημομούρης καὶ ἄσκημος 1.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/