ἀσυμπάθητος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀσυμπάθητος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
ἀσυμπάθητος ἐπίθ. πολλαχ. ἀζ’bάθ'τους πολλαχ. βορ. ἰδιωμ. ἀσυμπάθιστος πολλαχ. ἀσυbάθιστος Κρήτ. κ.ἀ. ἀσπάφ’στους Σαμοθρ.
Χρονολόγηση
Μεταγενέστερη
Ετυμολογία
Τὸ μεταγν. ἐπίθ. ἀσυμπάθητος.
Σημασιολογία
1) Ὁ μὴ συγχωρῶν, ἀμείλικτος, ἀδυσώπητος Κάρπ. κ.ἀ.: Εἶναι ἄνθρωπος ἀσυμπάθητος Κάρπ. 2) Ὁ ἀνάξιος συμπαθείας, ἀσυγχώρητος πολλαχ.: Τέτο͜ιοι τεμπέληδες εἶν᾿ ἀσυμπάθητοι Λεξ. Δημητρ. Φονεˬὰς παιδιˬοῦ πάντ᾽ ἀσυμπάθιστος αὐτόθ. ᾿Ασυμπάθητο γινάτι Τῆλ. Ἀσυμπάθητε, ’ὰ μὲ κάμῃς νὰ σκάσω ᾿ποὺ τὰ γέλια! Τῆλ. Ἡ σημ. καὶ μεσν. Πβ. Μαχαιρ. 1,66 (ἔκδ. RDawkins) «τοῦτοι πᾶσιν ἀσυμπάθητοι εἰς τὸ πῦρ τὸ αἰώνιον». Συνών. ἀσυμπόνετος 1. 3) Ὁ προκαλῶν τὴν ἀντιπάθειαν, ἀπεχθής, μισητὸς σύνηθ.: Τί ἀσυμπάθητος ἄνθρωπος ποῦ εἶναι τοῦτος! Πολὺ ἀσυμπάθητη γυναῖκα! Συνών. ἀντιπαθητικός, ἀσύμπαθος 2, ἀντίθ. συμπαθητικός.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA