βιζικατώρι
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
βιζικατώρι
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
βιζικατώρι τό, βεσικατώρι Πελοπν. (Μεγαλόπ.) βεζικατώριο 'Αθῆν. -Λεξ. Βερ. 110 βιζικατώριο ᾿Αθῆν. Λυκ. (Λιβύσσ.) βιζικατώρι Κεφαλλ. -Λεξ. Πρω. Δημητρ. βιζικατώρ’ Θρᾴκ. (Μάδυτ.) βιζ-ζοκατούρι Σύμ.
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ ᾿Ιταλ. vescicarotio.
Σημασιολογία
Βιζικάντι, ὃ ἰδ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA