γρέμπα

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γρέμπα

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Θηλυκό

Τυπολογία

γρέμπα ἡ, Ἤπ. (Μαργαρίτ.) γρέbα Ἀντίπαξ. Ἐρεικ. Κέρκ. Μαθράκ. Ὀθων. Παξ. γρέβα Ἤπ. (Ἰωάνν. Παραμυθ.) γρέμπος ὁ, ἐνιαχ. γκρέμπος Ἤπ. (Κόνιτσ.)

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ Ἰταλ. greppa (= πλευρὰ κρημνοῦ, ἐπικλινὴς βράχος), τὸ ὁπ. ἐκ τοῦ Σλαβ. greben. Ὁ τύπ. γρέμπος κατὰ τὸ συνών. τοῖχος.

Σημασιολογία

1) Ὁ τοῖχος, ἰδίως ὁ ἀναλημματικός, ἐπὶ ἐπικλινῶν κτημάτων Ἀντίπαξ. Ἐρεικ. Ἤπ. (Κόνιτσ. Μαργαρίτ.) Κέρκ. Μαθράκ. Ὀθων. Παξ.: Πήανε νὰ χτίσουν γρέbα καὶ μέσα σὲ μνιˬὰ καπάσα βρήκανε λεφτὰ (καπάσα = πίθος) Μαθράκ. Κάναμε τσὶ γρέbες μὲ ξερολιθιˬὰ Ἐρεικ. Πᾶμε μὲ τὸν ἀφέdη μου ᾽ς τὰ Σώχωρα καὶ φκε͜ιάνουμε τσὶ γρέbες (ἀφέdης = πατὴρ) Ὀθων. Ἐgρεμίστηκε ἀπὸ τὴ γρέbα καὶ τσάκισε τὸ ποδάρι του αὐτόθ. Ἐμένα μὄμαθε ὁ πατέρας μου νὰ κάνω γρέbες Παξ. Φοραδίζ᾽ ὄρματον γκρέμπο (κατασκευάζει καλὸν τοῖχον• εἰς τὴν συνθηματ. γλῶσσαν τῶν κτιστῶν) Κόνιτσ. Ἡλ. καὶ ἐξ ἐγγράφου τοῦ 1673 ἐκ Παξῶν. Βλ. Γ. Πετροπ., Νοταρ. πράξ. Παξῶν 71, 4 «νὰ ἀλλάξουν καὶ τὴν γρέμπα κάτω ἕως μία σποριά». Συνών. αἱμασιˬά 1, ἀρμακᾶς 1β, ἀρμάκι 1, ἀρμακούλα, ἀρμακούλι, λιθιˬά, μάντρα, μαντρότοιχος, ξερολιθιˬά, ξερόμαντρα, ξερότοιχος, πεζούλα, πεζούλι, τοῖχος. β) Σωρὸς λίθων Ἤπ. (Ἰωάνν.) Συνών. ἀρμακᾶς 1, ἀρμακάδι, ἀρμακαδιˬά. 2) Ἔδαφος ἐπικλινές, κτῆμα ἐπὶ κατωφεροῦς ἐδάφους, τοῦ ὁποίου τὸ χῶμα συγκρατεῖται δι᾽ ἀναλημματικοῦ τοίχου Ἤπ. (Παραμυθ.)

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/