βιζινίζω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
βιζινίζω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
βιζινίζω Κύπρ. βιτζινίζω Θρᾴκ. (Σηλυβρ.) κ.ἀ. βιτζ’νίζω Θρᾴκ. (Σηλυβρ.) κ.ἀ. ζβνίζου Ἴμβρ. σβιτζινίξω Θρᾴκ.
Ετυμολογία
Λέξις πεποιημένη. Τὸ ζβνίζου κατὰ μετάθ.
Σημασιολογία
1) Βοΐζω, βομβῶ Θρᾴκ. (Σηλυβρ. κ.ἀ.) Ἴμβρ.: Ἡ στρουbίδα ζβνίζ’ Ἴμβρ. Ἔρριξα πέτρα κὶ ζβίνιξι αὐτοθ. Συνών. βιζιλατῶ 1, βιζουρίζω. 2) Κτυπῶ μὲ δύναμιν Κύπρ: Τοῦ ἐβιζίνισα ἕναν πάτσον.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA