γρέμπανο
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γρέμπανο
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
γρέμπανο τό, Ἤπ. - Δ. Σολωμ., Ἅπαντα, ἐπιμ. Λ. Πολίτη, Α᾽, 60 γρέbανο Κύθηρ. γρέμπανου Ἤπ. (Ζαγόρ. Κουκούλ.) γκρέμπανο Σ. Σκίπ., Νύχτα πρωτομ., 13 γκρέμπανου Ἤπ. (Ζαγόρ.) Θεσσ. gρέbανο Ζάκ. γράμπανο Ἰων. (Κρήν.) Χίος γράbανο Θήρ. Νάξ. (Σκαδ.) Μύκ. Πάρ. Τῆν γράπανο Πάρ. γρέμενος Κορσ. γρέμπανος ὁ, Ἀμοργ. - Κορ., Ἄτακτ. 4, 87 Miklosich, Slav. Elem. 63, 543 G. Meyer, Neugr. Stud. 2, 24-25 Σ. Σκίπ., Τσιγγανόθ., 40 - Λεξ. Λάουνδ. Λεγρ. Μπριγκ. γράμπανος Ἰων. (Κρήν.) γραbάνα ἡ, Σέριφ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ Ἑνετ. grebani (= βράχοι κρημνοὶ) τὸ ὁπ. ἐκ τοῦ Σλαβ. greben. Ὁ τύπ. γρέμπανος καὶ εἰς Σομ.
Σημασιολογία
1) Κρημνός βράχος, τόπος βραχώδης καὶ δύσβατος ἔνθ᾽ ἀν.: Ἡ ὄκθα ἔναι γράbανα (ὄκθα = τὸ τμῆμα τοῦ ἀγροῦ τὸ μὴ δυνάμενον νὰ καλλιεργηθῇ διὰ τοῦ ἀρότρου) Τῆν. Ἐκεῖνα τὰ μέρη εἶναι ὅλο γράbανα Νάξ. || Ποιήμ. Τοὺς ζουπᾶνε πίνοντας καὶ μεθοκοπῶντας καὶ κατόπι λείψανα κι ἔρμους σκελετοὺς ρίχνουνε ᾽ς τοὺς γρέμπανους καὶ ᾽ς τοὺς ἐγκρεμοὺς Σ. Σκίπ., Τσιγγανόθ., 40. Μὲ τὸ κουδούνι ᾽ς τὸ λαιμό | τὰ γρέμπανα ἐπερπάτει, ντὶν ντὶν ντὶν ντὶν κουδούνιζε | ᾽ς τὸ νεκρικὸ κρεββάτι Δ. Σολωμ., ἔνθ. ἀν. Συνών. γρέμπι. β) Μέρος ἄγονον Ἰων. (Κρήν.) Νάξ. (Σκαδ.) Πάρ. Χίος: Εἶναι κιˬ αὐτὸς νοικοκύρης μὲ δύο τρία γράbανα Πάρ Ἤφηκένε τ᾽ ἀμπέλιˬα ντουκ᾽ ἠγενήκενε γράμπανα Κρήν. 2) Εἶδος θαλασσίων χόρτων Ἰων. (Κρήν): Ἡ θάλασσα ἔχει πολλὰ γράμπανα. 3) Ἐπιθετ., ἀκαλλιέργητος Ἰων. (Κρήν): Γράμπανο ἀμπέλι - χωράφι.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA